Στη δεκαετία τού ‘50, στην πόλη μας υπήρξε μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ προβεβλημένων Μυτιληνιών εξ αιτίας ανώνυμής τους λιβελλογραφίας στον Τύπο για κάποιο θέμα, πράγμα που είχε ευρύ αντίκτυπο στους συμπατριώτες μας.
Τούτο, αν κρίνουμε από την εμπλοκή πολλών τότε εντύπων ως προς αυτό το «μέγα θέμα ηθικής τάξεως», όπως το παρουσίαζε ο «Δημοκράτης».
Από το βιβλίο «Πέτρινα Χρόνια. Ζωή κι Αγώνες», του εξαίρετου ενενηκοντούτη πια νομικού, ακάματου μαχητή της Δημοκρατίας, αιρετού μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου Μυτιλήνης και του Νομαρχιακού Συμβουλίου Λέσβου και γενικά ενεργού πολίτη, Πάνου Αναγνώστου, αντιγράφω σχετικό απόσπασμα.
«[…] Στον “Ταχυδρόμο” της 12/4/57, διαβάσαμε τότε ένα νέο άρθρο του Θ.Λ., με τον περίεργο τίτλο “Το βρακί της Κατερίνας”! Όπου διηγόταν, μία ανέκδοτη ενδιαφέρουσα ιστορία με το μεγάλο μας Καραϊσκάκη. Φύλαγε, λέει, πάντα στο αρχηγείο του, ένα μεταξοκέντητο χρωματιστό γυναικείο βρακί, το οποίο φορούσε στανικώς, σ’ όποιον απ’ τους άντρες του, έκανε κάτι ασυμβίβαστο προς τα ήθη και τους κανόνες της παλληκαροσύνης, υποχρεώνοντάς τον να παρελάσει, έτσι ντυμένος μπροστά σ’ όλο το στράτευμα, που τον έφτυνε αλύπητα!...
Μία παρόμοια διαπόμπευση, ταιριάζει απόλυτα και στον λιβελλογράφο της “Λέσβου” συνέχιζε, το άρθρο, αφού δεν είχε το θάρρος και εντιμότητα να κατέβει με ακάλυπτο πρόσωπο, στο στίβο της αντιπαράθεσης. Για περισσότερη τεκμηρίωση της άποψής του αυτής, παρέθετε κι αποσπάσματα, από ένα επίκαιρο χρονογράφημα του Σπ. Μελά, όπου ο ανωνυμογράφος γενικά, εξομοιωνόταν, με τον δολοφόνο του σκοταδιού:
“Ποιος είσαι συ που κρίνεις και σπιλώνεις άτομα, φορώντας μαύρη προσωπίδα, χωρίς να ξέρουμε, αν είσαι ντόπιος, ξένος, άντρας ή γυναίκα, νοικοκύρης ή σαλτιμπάγκος” έγραφε τελειώνοντας το άρθρο του, με τον καταλυτικό αυτόν παραλληλισμό!...» Και συνέχιζε, ο ένας (Θ.Λ.) για τον άλλο, τον ανωνυμογράφο «… δεν σε σώζει πια η μαύρη προσωπίδα! Κρατώ τα χειρόγραφά σου, και σου ανήκει το βρακί της Κατερίνας!...»
Αναφέρομαι σ’ αυτά με την αφορμή του φαινομένου της λιβελλογραφίας ανωνύμως, που εμφιλοχωρεί στον ηλεκτρονικό κυρίως Τύπο. Πράγμα που γίνεται πολύ εύκολα ως εκ της δομής και τρόπου λειτουργίας της νέας αυτής τεχνολογικής εφαρμογής στα Μ.Μ.Ε..
Μπορεί η τεχνολογία να προχωρά αλματωδώς και ο άνθρωπος να ωφελείται τα μέγιστα απ’ αυτή, όμως στην περίπτωση του ηλεκτρονικού Τύπου, όταν κάποιος έχει ζωώδεις καταβολές και αντίστοιχες συμπεριφορές εκ χαμηλού ηθικού επιπέδου, έλλειψης ανδρισμού κ.λπ., τότε χρησιμοποιεί αυτή για να ικανοποιήσει τις ποταπές παρορμήσεις του, το θολωμένο μυαλό του και τα ζωώδη ένστικτά του.
Τούτο το βίωσα τα τελευταία χρόνια, όταν αντιμετώπισα το άρρωστο αυτό φαινόμενο για πρώτη φορά προ δύο - τριών χρόνων στο blog μου lapsarniotis. Τελευταία, το βιώνω στη στήλη μου «Αιολίας λόγος», στην ηλεκτρονική έκδοση του «Ε».
Προ μηνών στο άρθρο μου «Ξεκινάμε για το… 2019» και προ μηνός στο άρθρο μου «Κάλλιο …δενε, παρά …γύρευε,!!! ή αλλιώς…», κάποιος/-οι ήρθε/-αν και έγραψε/-αν ως «ανώνυμος», διάφορα και ποικίλα ρυπαρά εναντίον μου.
Και στα δύο αυτά άρθρα μου, κατέθετα αλήθειες για το νησί μας και τους ανθρώπους του. Στο πρώτο αναφορικά με το σπάσιμο του Δήμου-Τέρατος Λέσβου και στο δεύτερο αναφορικά με την επιτυχία της Επιτροπής Αγώνα για τον οδικό άξονα Καλλονής - Σιγρίου που σήμερα κατασκευάζεται, κατ’ αντιδιαστολή προς την πιθανή τελικά μη πραγματοποίηση, και έτσι αστοχία του νησιού μας, ως προς τον αδελφό οδικό άξονα Καλλονής - Πέτρας.
Φαίνεται όμως ότι η αλήθεια ενοχλεί! Ενοχλεί τα φωτόφοβα όντα, αφού αυτή λάμπει, τα θαμπώνει και εν τέλει τα καίει.
Έτσι, ως αντίδραση παρορμητική (;), φοβική (;), αυτοϊκανοποιήσεως, κάποια εκ των όντων αυτών, φορώντας την κουκούλα της ανωνυμίας, έγραψαν σχόλια και «μου έσυραν τα εξ αμάξης», με μίσος, ζήλεια, φθόνο, αλλά και συκοφαντία.
Αφού λοιπόν έγραψα, απαντώντας τους, να βγουν επώνυμα και να πουν το οτιδήποτε σχετικό εναντίον μου και τούτο δεν έγινε, αλλά αντιθέτως βγήκε ως «ανώνυμος» και πάλι, αλλά με ακόμη πιο θρασύ ύφος και περιεχόμενο, «στολίζοντάς» με με πρόσθετα «καλολογικά επίθετα», τότε αναγκάστηκα να γράψω: «Επειδή η ανωνυμία αποθρασύνει τους δειλούς, μικρόψυχους, εμπαθείς και άνανδρους, θα παραθέσω εδώ το σχετικώς γραφέν στο blog μου το lapsarniotis: “Στα βορβορώδη νερά και στα λασπώδη σκοτάδια της ανωνυμίας ευδοκιμούν τα σαπρόφυτα, τσαλαβουτούν οι τυφλοπόντικες και έρπουν τα σκουλήκια. Γιατί;
Γιατί φοβούνται να βγουν στο φως της μέρας, αφού ο Ήλιος τα κατακαίει και τα εξαφανίζει. Με σένα δυσώδες σαπρόφυτο, αηδιαστικέ τυφλοπόντικα και βρωμερό σκουλήκι, τι γίνεται; Βγες στο φως του Ήλιου. Μηn καλύπτεσαι πίσω απ’ το πέπλο της ανωνυμίας. Βγες και δείξε το πρόσωπό σου”. Ανώνυμε(οι) «τζάμπα μάγκας(ες)», δεν μπορείτε να γίνεστε κρυμμένοι κάτω από κουκούλα. Βγάλτε την κουκούλα και εδώ είμαι!»
Ατυχώς, ουδέν κατά την παρότρυνσή μου. Αντιθέτως βγήκε και πάλι «ανώνυμος», υπερθεματίζοντας της ηθικής του ανωνυμογράφου (!!!) δίδοντας μάλιστα συμβουλές στον εκδότη του φιλόξενου «Ε» για το πώς να χειρίζεται τα άρθρα μου! Έκλεινε, δε, επαιρόμενος (!!!), με το να αυτοχαρακτηριστεί «κουκουλοφόρος»!!!
Άραγε, αν γενικά στον κάθε ανώνυμο λιβελλογράφο κατά τα προαναλυθέντα, επαξίως «του ανήκει το βρακί της Κατερίνας!» (ως γράφεται από το Θ.Λ. στην δεκαετία τού ’50), σ’ αυτόν τον τελευταίο, τι επιπλέον θα του άνηκε ακόμη;
Περαίνων σ’ αυτούς ή αυτόν που εμφανίστηκε, πάλι ανωνύμως, στο προτελευταίο άρθρο μου εν αναφορά με τα της ανθρωπογεωγραφίας του νησιού μας (όπως ο ίδιος γράφει) και καυχιέται μάλιστα ότι είναι ο «φύλακας άγγελός» μου (φαντάσου και να μην ήταν), του αφιερώνω: πρώτον το κατά το Θίελπη Λευκία (Θ.Λ.) «δεν είχε το θάρρος και εντιμότητα να κατέβει με ακάλυπτο πρόσωπο, στο στίβο της αντιπαράθεσης» πράγμα που κάνει, επαξίως, να ανήκει στον ανώνυμο λιβελλογράφο μου το πολύχρωμο μεταξοκέντητο βρακί της Κατερίνας, και δεύτερον, τον του μεγάλου των γραμμάτων μας ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά χαρακτηρισμό του ανώνυμου λιβελλογράφου:
«δολοφόνο του σκοταδιού».
Πάντως επειδή τον γνωρίζω ποιος είναι αυτός ο «φύλακας άγγελός» μου, δηλώνω κλείνοντας ότι δε θα προβώ σε Δημόσια Διαπόμπευσή του, γιατί δεν το αξίζει, αφού τούτο γι’ αυτόν θα αποτελέσει τίτλο τιμής, πράγμα και που επιδιώκει.