Η δεκαετία τού 2010 θα καταγραφεί στις δέλτους της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας ως η αποφράδα δεκαετία.
Αυτή που άρχισε απ’ το Καστελλόριζο, την άνοιξη του 2010. Τότε που ο μοιραίος της πατρίδας και όλων των Ελλήνων άνθρωπος, Γ.Α. Παπανδρέου, μας έβαλε στο λαβύρινθο των δαιδαλωδών στοών της μνημονιακής παράνοιας, που ατυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, «μίτος της Αριάδνης» δεν υπάρχει. Το κακό δε είναι, πως δε φαίνεται να υπάρξει για τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, αλλ’ ούτε ακόμη και για τα δισέγγονά μας.
Απ’ το 2010 διαβαίνουμε μια μακρόσυρτα κουραστική, θλιβερή και άπελπι περίοδο, χωρίς μπούσουλα, τόσο απ’ την απροσδιορίστου μεγέθους ήττα του Λαού μας, όσο και απ’ το ότι δεν υπάρχει «φως» εξόδου από την οσημέραι ογκούμενη μιζέρια. Μια ήττα που μας οδήγησε, πέραν των όποιων εξευτελισμών και ταπεινώσεων διεθνώς, το χείριστο όλων, στην απόλυτη φτωχοποίησή μας.
Βαυκαλιζόμασταν πριν το συμφοράς ορόσημο (Καστελλόριζο) ότι κατατασσόμασταν στις 30 πλουσιότερες χώρες του Κόσμου. Είχε, αποβληθεί από πάνω μας, επιτέλους, ο ρύπος της «Ψωροκώσταινας». Ατυχώς για το Λαό μας, η μάχη χάθηκε λόγω των ηγητόρων και ταγών μας που στερούνταν όχι σοφίας, αλλά απλής λογικής. Με την πρωθυπουργική παραδοχή της ήττας στο Καστελλόριζο, ξεκίνησαν τα βάσανα, τα δεινά, όλες οι «πληγές τού Φαραώ», που δυστυχώς τον φτωχοποίησαν.
Το να παραθέσω σχετικά στοιχεία είναι ως να «παραβιάζω ανοικτές θύρες». Ατυχώς βρισκόμαστε σε οικονομική κατοχή. Επικυρίαρχοι, οι Γερμανοί. Ό,τι δεν κατάφεραν διά των όπλων στους δύο παγκόσμιους πολέμους, το κατάφεραν τώρα διά του χρήματος, καθυποτάσσοντας τον Ευρωπαϊκό Νότο. Φυσικά και τη δύσμοιρη Ελλάδα. Το απαιτούμενο είναι ότι ο Λαός μας, με ένα δημόσιο χρέος ~350 δισ. ευρώ (~175% τού ΑΕΠ) πρέπει να βρει το σθένος, το βηματισμό, την ανασαμιά, να σταθεί όρθιος. Να ζήσει. Και για να ζήσει, επειδή είναι πεπρωμένο της ράτσας, 10 φορές κι αν πέσει, άλλες τόσες να σηκωθεί, όπως στο διάβα των αιώνων έχει καταδειχθεί, θα πρέπει να σταθεί στα πόδια του, στις δικές του δυνάμεις. Εξάλλου έτσι, πάντα έκανε.
Θα πρέπει να δημιουργήσει. Να παραγάγει. Με δανεικά, αποδείχθηκε ότι οι Λαοί δε ζουν. Υποτάσσονται. Υποτάσσονται στην παντοδυναμία του χρήματος. Στον τόπο μας, οι γέροντες, συμβούλευαν: «Δύο φορές θα μετράς και μία θα κόβεις». Εμείς στην εποχή «των παχέων αγελάδων», της αφθονίας (;), αλαζονείας και του σύγχρονου συβαριτισμού, αυτό το σοφό το είχαμε ξεχάσει παντελώς. Δε μετρούσαμε καθόλου. Και βολευόμασταν με δανεικά. Τρώγοντας, μάλιστα, βουλιμικά. Ασυναίσθητα.
Δρούσαμε ως λωτοφάγοι, με μνήμη χαμένη. Βέβαια, με φενάκες του τύπου «τα κράτη σήμερα δε φτωχαίνουν» που κυκλοφορούσε στη δεκαετία τού ’80, ή άλλες, όπως επί «φούσκας» Χρηματιστηρίου (τότε, Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης και τσάρος της Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου διαλαλούσαν το άκρως ψευδές και υποκριτικό «Το δυναμισμό της οικονομίας μας δείχνει ο δείκτης του χρηματιστηρίου»· είχε ξεπεράσει τις 6.000 μονάδες, όταν σήμερα ψυχομάχεται στις ~1.000). Έτσι, όταν στα αυτιά του Λαού έρχονταν «άσματα των σύγχρονων σειρήνων», επόμενο ήταν να παγιδευτεί στις απάτες του ψεύδους.
Ο ίδιος ο θυμόσοφος Λαός, πάλι, έχει πει: « Το τυρί το είδες, τη φάκα δεν την είδες;». Ατυχώς, το αποτέλεσμα της οικονομικής μας αιχμαλωσίας καταμαρτυρεί ότι δεν την είδαμε.
Μετά όλη αυτή την τραγική ήττα μας, ΤΙ;! Ό,τι γίνεται μετά την ήττα σε όποια μάχη. Ανασύνταξη. Ανασύνταξη δυνάμεων, γιατί δεν πρέπει να χαθεί ο πόλεμος, αντίθετα. Τούτο γίνεται με έναν τρόπο μόνο.
Με την πολλή δουλειά και την αξιοποίηση της όποιας παραγωγικής πηγής και συγκριτικού πλεονεκτήματός μας. Αξιοποίηση δε, στο μέγιστο δυνατό. Κοντολογίς, ανασύνταξη των παραγωγικών δυνάμεων και δράσεών μας. Ο Τουρισμός μας με τα εξαιρετικά αποτελέσματα των τελευταίων ετών, ασφαλώς αποτελεί ελπιδοφόρο μήνυμα. Για το νησί μας, ατυχώς, εκ των χρονίων στρεβλώσεων (ακατάλληλο αεροδρόμιο, ένα λιμάνι, ναυσιπλοΐα σ’ ένα πλέγμα αξιοθρήνητο, οδικό δίκτυο από Τουρκοκρατίας, έλλειψη ιδιωτικών σχετικών υποδομών), ούτε στον Τουρισμό τα πάμε καλά. Ευτυχώς που βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο της Τουρκίας και μας έρχονται ομαδόν οι γείτονες.
Χωρίς αυτούς, και ο Τουρισμός μας θα ήταν καταβαραθρωμένος.
Και ερχόμαστε τώρα στη λεσβιακή παραγωγή και την απαιτούμενη ανασύνταξή της. Προβληματισμός σχετικός και μάλιστα μεγάλος μέσα στο Σύνδεσμό μας «Πιττακός ο Μυτιληναίος».
Έλεγε το προβεβλημένο μέλος του, ο ευπατρίδης δρ. Αριστείδης Γιαπαλής, σε πρόσφατη σχετική συζήτησή μας: Το αναπτυξιακό μοντέλο με λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, κ.λπ. σε αυτήν τη φάση δε συνιστάται.
Ο λόγος, ότι δι’ αυτού η όποια ανάπτυξη είναι μακροπρόθεσμος. Χρειαζόμαστε δράσεις άμεσες, που θα επενεργήσουν ως task force για να αποτραπεί περαιτέρω απώλεια πληθυσμού. Αν δεν μπορούμε να αυξήσουμε αυτόν, τουλάχιστο ας μη χάσουμε κι άλλον.
Ας βάλουμε ένα στόχο.
Να μην αφήσουμε ούτε σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Βέβαια αυτό αφορά το πανελλήνιο. Έτσι, για να μην τρώμε σκόρδα Κίνας, λεμόνια Χιλής, ντομάτες Ολλανδίας, πατάτες Αιγύπτου κ.ά.! Τούτο στη Λέσβο ισχύει ακόμη περισσότερο. Δεν είναι δυνατό στα χωριά να περιμένεις το αυτοκίνητο με ζαρζαβατικά απ’ την Κρήτη!
Ακόμη, δεν είναι δυνατό ο άλλοτε κραταιός ελαιώνας, που έθρεψε γενεές και έδωσε πλούτο, σήμερα να είναι στα όρια της παντελούς απαξίωσης. Δεν είναι δυνατό η κτηνοτροφία, δεύτερος πυλώνας της Λεσβιακής Οικονομίας, να συρρικνώνεται καθημερινά κατ’ αριθμό κτηνοτρόφων και ακόμη χειρότερο, παρ’ όλες τις επί 30 χρόνια τώρα σχετικές επιδοτήσεις, τα κοπάδια μας να «πορεύονται» όπως σχεδόν επί Τουρκοκρατίας. Βέβαια υπήρξαν κτηνοτρόφοι που εκμοντέρνισαν τις μονάδες τους, αλλά αυτοί αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα. Πολλά τέτοια αφοριστικά μπορούν να προστεθούν ακόμα.
Τελικά ποιο είναι το πρακτέο; Μας το διδάσκει το παρελθόν. Η σχετική ενασχόληση και οι δράσεις των προγόνων μας. Αυτές που είχαν το αποτέλεσμα να κάνουν τη λεσβιακή γη, ακόμη και στα χούπετρα των βουνοπλαγιών μας, να καρπίζει. Να παράγει προϊόντα και μάλιστα εξαιρετικής ποιότητας. Από μόνα τους αποτελούν ΠΟΠ. Εάν μεγιστοποιήσουμε την παραγωγή τους, θεωρώ ότι το νησί μας θα ευημερήσει και πάλι. Κάνω απλή αναφορά. Εκτός από το λάδι, βρώσιμες ελιές, ρουπάδες κ.ά., αναφέρομαι στα προϊόντα της σαπωνοποιίας κ.ά. σχετικά της αξιοποίησης του ελαιοκάρπου.
Ούζο απόσταξης με «μυρουδιά» Βασιλικών. Λαδοτύρι, τουλομοτύρι κ.ά. τυριά μας. Τραχανάς. Μέλι. Σαρδέλες Καλλονής κ.ά. αλίπαστα. Σύκα Ερεσού και Ίππειους, σταφύλια Ανεμότιας, προϊόντα αμπελιού, κρασιά, βράσμα, ρακί, κονιάκ, κ.ά.. Κάστανα Αγιάσου. Γλυκά μας (αμυγδαλωτά, μπακλαβάς, πασπαλάδες κ.ά.). Ρεβίθια Λισβορίου, κουκιά Λαψάρνων. Προϊόντα αρτοποιίας, Ασωμάτου, Φίλιας κ.λπ.. Παλαμίδες, λακέρδες κ.ά. ψαρικά Σιγρίου - Μολύβου.
Αρνάκια, κατσικάκια Πόχης, Μπαλούτσου κ.λπ., ζαρζαβατικά Μεσοτόπου, κ.λπ.. Αναμφίβολα ο σιτοβολώνας της Καλλονής με ποικιλίες σταριού ντόπιου (Λήμνος, μαυραγάνης) πρέπει να παίξει το ρόλο του. Ίσως μου διαφεύγουν πολλά.
Το ζητούμενο είναι ένα. Πλήρης αξιοποίηση της γης μας. Με αυτή, όλα τούτα τα εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα μας που θα απορροφώνται όχι μόνο απ’ τους Λέσβιους, θα στηρίξουν και τον Τουρισμό μας (μπουφές πρωινού στα ξενοδοχεία μας). Αυτό όμως για να γίνει, πρέπει να αποβληθεί το «δε συμφέρει», που ευκολολεγόταν στην περίοδο της ευμάρειας.
Ο μόχθος θα πρέπει να αποτελέσει το κεφάλαιό μας. Μικρό κέρδος, αλλά κέρδος. «Ουδέν εκ του μη όντος γίγνεται …» έλεγαν οι Αρχαίοι. Και στην περίπτωσή μας, για να γίνει, χρειάζονται τρία μόνο πράγματα : Δουλειά, δουλειά, δουλειά…