Το να είναι κανείς ενεργός πολίτης μάς το δίδαξαν οι προπάτορες της κλασικής αρχαιότητας, στις απαρχές της Δημοκρατίας.
Κωδικοποιήθηκε δε και αναλλοίωτο μένει στον κόσμο ανά τους αιώνες, δια στόματος του επιφανέστερου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, του μεγάλου Περικλή. Στον περίφημο «Επιτάφιό» του για τους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου, έλεγε: «…να έχουν (οι πολίτες) γνώση των πολιτικών ζητημάτων επαρκώς, διότι τον άνθρωπο που ουδόλως επιδεικνύει ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα θεωρούμε, εμείς οι Αθηναίοι, όχι φιλήσυχο, αλλά άχρηστο».
Δηλαδή για να μην είναι κάποιος πολίτης άχρηστος, πέραν της εργασίας του και των «ιδίων» του, πρέπει να ενδιαφέρεται και για το κοινό καλό. Να αναμειγνύεται στα πολιτικά πράγματα, να είναι ενεργός περί τα κοινά.
Ένας ενεργός πολίτης πρέπει κυρίως να έχει την ικανότητα να επισημαίνει το πρόβλημα και να το προβάλει. Ακόμη, να μπορεί να αξιολογεί τα παρόντα και να προσπαθεί να διαβλέπει επιτυχώς τα σχετικώς μελλοντικά.
Κοντολογίς, να οραματίζεται αντίστοιχα και ασφαλώς να βάζει στόχους. Αν δε μπορεί να συντελεί στην πραγμάτωση των στόχων αυτών, τότε τούτος αναμφίβολα είναι αποτελεσματικός ενεργός πολίτης.
Στη βάση αυτών, εκείνα που στο «είναι» μου ενυπήρχαν σύμφυτα, όταν διδάχθηκα στο γυμνάσιο τα υπό του ανυπέρβλητου Περικλή λεχθέντα, τα ενστερνίστηκα και τα έκανα οδηγό μου στην καθημερινή μου δράση. Αυτή, ως ενεργός πολίτης, ξεκινά απ’ τα φοιτητικά, στη συνέχεια τα πολιτιστικά και τα συνδικαλιστικά και κορυφώνεται με τα της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Σ’ όλη αυτήν την πενηντάχρονη πορεία μου, αυτό που χρησιμοποιούσα ως μέσον ήταν η γνώση, ο πραγματισμός, η λογική και το εφικτώς «γενέσθαι».
Κατευθυντήρια γραμμή δε πάντα είχα το να υπάρξω χρήσιμος. Αδιαφορούσα το αν με κάποια απόφαση ή δράση μου θα γινόμουν ευχάριστος. Χρήσιμος για τους πολλούς, μάλιστα, ναι! Αυτό με ένοιαζε. Ακόμη, επειδή δε θώπευα νώτα και δεν χάιδευα αυτιά και πολλές φορές δημιουργούσα ενοχές με τα λεγόμενά μου σε πολλούς, γινόμουν για κάποιους αντιπαθής, αν μη κάτι χειρότερο.
Οι οραματισμοί μου ξεκινούσαν απ’ το μέγιστο. Το να μπορούν οι άνθρωποι να ευδαιμονήσουν. Ευδαιμονία που να στηρίζεται στην αυτάρκεια του ατόμου.
Την αυτάρκεια την πνευματική, εκείνη της γνώσης, την πίστη στον εαυτό του, την οικονομική κατά το δυνατό και οπωσδήποτε την ηθική.
Εν τέλει, η του Πλάτωνος ρήση « επιστήμη χωριζομένης αρετής, πανουργία φαίνεται» αποτελεί το απαύγασμα των σχετικών «πιστεύω» μου. Το εργαλείο, τέλος, για την ευδαιμονία είναι η ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Ο μόνος παράγοντας δημιουργίας πλούτου.
Την αναγκαιότητα υπάρξεως πλούτου οι αρχαίοι πρόγονοί μας περιεκτικά περιέκλεισαν στη ρήση «Δει δη χρημάτων και άνευ τούτου ουδέν γενέσθαι».
Μέχρι τινός, η ελληνική κοινωνία είχε ανάπτυξη. Με τα αγαθά της, μεταξύ άλλων και κατά κύριο λόγο, την εκπαίδευση, την παιδεία και εν τέλει τη μόρφωση, παρέχονταν εφόδια γνώσης αλλά και αυτογνωσίας.
Προσωπικά ευτύχησα να βιώσω και να γευθώ τα της ανάπτυξης αγαθά, τόσο σε οικογενειακό επίπεδο όσο και κοινωνικό κυρίως δε εθνικό. Κατάφερα τέλος να κεφαλαιοποιήσω κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα αγαθά αυτά, αφού, ξεκινώντας παιδί αγροτών απ’ τα ακριτικά Λάψαρνα, δια των σπουδών επέτυχα να φθάσω σε επίπεδο ακαδημαϊκού δασκάλου. Ακόμη και κυβερνητικού παράγοντα.
Πέραν βέβαια των δασκάλων, των εκ της εγκύκλιου παιδείας (απ’ το δημοτικό ως το διδακτορικό στην Αγγλία), σημαντικό ρόλο έπαιξαν και άλλοι «δάσκαλοι» στη ζωή μου, εκτός βέβαια απ’ τους αείμνηστους γονείς μου. Ευτύχησα να συναντήσω ανθρώπους που ήταν άξιοι δάσκαλοι. Ο αξιότερος υπήρξε ο αναμορφωτής της Άντισσας, π. Βουλευτής, ο αείμνηστος Γιάννης Β. Φωτιάδης. Ο μέντοράς μου. Αυτός που με μύησε στην «των κοινών κοινωνία».
Αυτός που μου «φύτεψε» στο μυαλό τις ιδιότητες, τις αντοχές και ανοχές που πρέπει να έχεις, αλλά και το «δέον γενέσθαι» για να είσαι άξιος να λογίζεσαι χρήσιμος προς την κοινωνία.
Έτσι δια των σπουδών, αλλά και της συνεισφοράς των κάθε λογής δασκάλων μου, απέκτησα τη δυνατότητα να είμαι αυτάρκης.

Τούτο δε, όπως εξ αντικειμένου προκύπτει από το δεύτερο «διδακτορικό» μου τριάντα χρόνια μετά την αποφοίτησή μου απ’ το Β! Αρρένων, μου το «απένειμε» ο καθηγητής και Λυκειάρχης μου, ο αείμνηστος Βαγγ. Κακάμπουρας.
«Δάσκαλος» ακέραιος, αδέκαστος και αντικειμενικός. Μου έμαθε την τέχνη του «γράφειν», πράγμα για το οποίο τον ευγνωμονώ διά βίου. Σε συνάντησή μας του είχα αφιερώσει βιβλίο μου. Κάποιες εβδομάδες μετά ευτύχησα να λάβω ένα ευγενικό σημείωμά του: «Σου είμαι ευγνώμων, γιατί είχες την καλοσύνη με το πνευματικό σου πόνημα “Πολιτικές ιδέες και κείμενα” να με καταστήσεις κοινωνό των επιστημονικών και πολιτικών ανησυχιών σου, με τις οποίες νομίζω ότι συμφωνούν όλοι οι “ευ φρονούντες” και όσοι πονούν τον τόπο, στον οποίο είδαν το φως του ήλιου.
Το σπουδαιότερο είναι ότι οι θέσεις που προβάλλεις θεμελιώνονται πάνω σε αποδεικτικά στοιχεία, ρεαλιστικά και διατυπώνονται με την πρέπουσα ορθοέπεια και το σωστό χειρισμό της γλώσσας. Έτσι δικαιώνεις τη μόρφωσή σου, τους πολλαπλούς τίτλους σπουδών και δίνεις το δικαίωμα σ’ εμάς, τους παλιούς δασκάλους σου, να νιώθουμε την ικανοποίηση ότι ο λόγος μας κάποτε “πίπτει επί την γην την αγαθήν”. Με πολλή αγάπη».
Τέλος, η ούτως αποκτηθείσα προσωπική αυτάρκεια μού έδωσε την ικανότητα να μπορώ να συγχρωτίζομαι, να επικοινωνώ και να συνδιαλέγομαι σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνίας.
Ως το ύψιστο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας, τον πρώτο πολίτη της χώρας, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως έκανα προ έτους στην επέτειο των εκατό χρόνων απελευθέρωσης της Λέσβου. Τούτο δε όχι αυτοσκοπικά.
Αλλά, για να πω το πολύ απλό, που ο κάθε Λέσβιος θα ήθελε να πει στην Πολιτεία. Ότι η γενέτειρά μας άξιζε περισσότερης φροντίδας και προσοχής απ’ ό,τι της έδωσε η Πολιτεία τον έναν αιώνα ελευθερίας.
Ακόμη, να καταθέσω τους οραματισμούς μου στο να γίνει το νησί μας ευδαίμον.
Αυτό πιστεύω ότι μένει υποθήκη στους επιγενόμενους Λέσβιους. Ειδικότερα στους εξ αυτών ενεργούς πολίτες, που αγωνιζόμενοι θα διεκδικούν ό,τι απαιτείται για να μην ερημώσει τελείως το νησί μας, αλλά και κυρίως να εξακολουθήσει αυτό να κατοικείται από ευδαίμονες Έλληνες κατοίκους