Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης * * * Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

ΑΙΟΛΙΑΣ ΛΟΓΟΣ/

ΕΜΠΡΟΣ



Παραμονές Χριστουγέννων του 1980 έφυγε απ’ τη ζωή ο αλησμόνητος πατέρας μου. Ο άνθρωπος που μου έδωσε «το ζην» αλλά και «το ευ ζην».
Αν συνηθιζόταν και τότε γιος να βγάζει επικήδειο στον πατέρα, θα τον κατευόδωνα λέγοντάς του λίγα λόγια, κυρίως για να του εκφράσω ευγνωμοσύνη που θυσιάστηκε και για μένα. Ακόμη, να καταδείξω ότι υπήρξε «καλός κ’ αγαθός» στην οικογένειά του, άμεση και ευρύτερη, και στην κοινωνία. Ελπίζω ότι τη στο γεννήτορά μου παρούσα αφιέρωση μού επιτρέπουν οι αναγνώστες μου.
Συχνά αναφερόταν στο θέμα που του σημάδεψε τη ζωή. Θυμούμαι ότι βούρκωνε μεταφέροντάς μου το διάλογο του δασκάλου του με τον πατέρα του: «Παναγιώτη, να στείλεις το Χαράλαμπό στα γράμματα. Μην τον αδικήσεις. Είναι άριστος. Θα είναι κρίμα...»«Δάσκαλε, τι μου λες! Περιμένω πώς και πώς να ξεσκολίσει να έρθει κοντά μου, που είναι παιδί με κατανόηση και συνεννοούμαι μαζί του. Ακόμα, φαμελιάρης, φτωχός άνθρωπος, με τι λεφτά να τον στείλω στο Γυμνάσιο, στη Μυτιλήνη;!!. Δυο μέρες δρόμο! Νάταν κοντά…». Έτσι, έχασε ο Χαράλαμπος (ο προσωπικά αδικαίωτος, αγρότης των Λαψάρνων) το όποιο όνειρο για γράμματα. Και ακολούθησε τον πατέρα του με υπακοή και αγάπη, ξεκουράζοντάς τον παντοιοτρόπως στις αγροτικές δουλειές. Πέρασαν τα χρόνια, τέλειωσε το στρατιωτικό και γύρισε στο χωριό. Δυστυχώς, σε λίγο, ο πατέρας του «έφυγε» ξαφνικά από καρδιά. Τραγωδία για όλη τη φαμίλια. Για εκείνον μεγαλύτερη, αφού έγινε μονομιάς προστάτης χήρας, μάνας και πέντε αδελφών (ο μεγαλύτερος του αδερφός μετανάστευσε για Βραζιλία). Και ήταν μόλις 22 χρονών! Προστάτης δύο κοριτσιών και τριών αγοριών (δίδυμα δεκάχρονα, η μικρή κι ο μικρότερος).
Άνθρωπος της προόδου, προσπαθούσε για το καλό όλων. Μέλημά του να μην τσαλακωθεί η αξιοπρέπεια της φαμίλιας. Τη μεγάλη, της παντρειάς πια, αφού της ολοκλήρωσαν το σπίτι (το ίδιο και της μικρής) πάντρεψε με έμπορο του χωριού. Τα δύο μεγαλύτερα απ’ τα αδέρφια τα τέχνεψε. Το έναν στη Μυτιλήνη, σε δουλειά με μέλλον, τεχνίτη αυτοκινήτων. Το μεσαίο, ράφτη. Ο μόνος που έμεινε κοντά του στην εξοχή ήταν ο πιο μικρός! Αφού τακτοποίησε τα της φαμίλιας, παντρεύτηκε την ομορφοκοπελιά με την οποία αγαπιόντουσαν, την Ελπινίκη, την αλησμόνητη μάνα μου, μεσούσης της Γερμανοκατοχής. Εποχές σκληρές, στερημένες, δύσκολες. Η δουλειά έγινε αυτοσκοπός τους και ρίχτηκαν με τα μούτρα σ’ αυτή. Ήταν νιοι, είχαν συνεννόηση, ήταν ευτυχισμένοι. Η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε με τη γέννηση του πρωτογιού τους, του γράφοντος το παρόν. Και για τους δυο, ο ήλιος έβγαινε και έδυε στο μουτράκι του γιου τους. Η γέννηση του δευτερότοκού τους όμως ισοπέδωσε την ευτυχία τους, αφού γεννήθηκε ο Γιώργος της σιωπής, κωφάλαλος. Τώρα ο τάλας Χαράλαμπος, πλέον των άλλων, είχε να αντιμετωπίσει και το ασταμάτητο κλάμα της δύσμοιρης Ελπινίκης (ουδέποτε συμβιβάσθηκε πως γέννησε παιδί κωφάλαλο). Αυτό τον καταρράκωνε, όμως και τον ατσάλωνε, δείχνοντάς του το δρόμο του καθήκοντος και της φυγής προς τα μπροστά. Τότε που η φυγή των ανθρώπων της σειράς του ήταν συρμός, μεταναστεύοντας στην Αυστραλία, Καναδά, κ.ά., για το Χαράλαμπο η δική του φυγή ήταν η δουλειά στα Λάψαρνα. Με το καλό κουμάντο αλλά και άριστη συνεννόηση με τη γυναίκα του στόχεψαν να κάνουν περιουσία. Για να ζήσουν οι ίδιοι, να σπουδάσουν τον μεγάλο που του άρεσε το σχολειό, κυρίως δε να αφήσουν στο Γιώργο, λόγω της αναπηρίας του για να ζήσει άνετα. Τον μεγάλο, μόνιμα καθοδηγούσε, προς τις σπουδές. «Γράμματα, Τάκη, γράμματα!» ήταν η μόνιμη επωδός του. Και συμπλήρωνε, «θ’ ανοίξουν τα μάτια σου, θα πλατύνει το μυαλό σου, θα ’χεις άποψη και φωνή, κι όλα αυτά επειδή θα αποκτήσεις γνώσεις, μόρφωση».
Πολλή δουλειά σε πολλές δραστηριότητες. Έγινε αμπελουργός, μελισσοκόμος, ακόμη κατέβασε από μακριά νερό στο υποστατικό μας, για λαχανόκηπο -ευλογία τότε μεγάλη. Αγόρασε καμπίσια χωράφια, όπου «ζευγάδες» καλλιεργούσαν μισακά, καπνό. Ακόμη, αγόρασε ολάκερο πλάι, παρθένο, γεμάτο ρουμάνια, ασπαρτιές, κ.ά. και το μετέτρεψε σε ελαιώνα 300 δέντρων. Δέκα χρόνια ξερουμάνιαζε, όργωνε, φύτευε αγριλιές, μπόλιαζε, έσκαβε, πότιζε, κ.λπ. Για το πότισμα τους φόρτωσε/ξεφόρτωσε απ’ το ζώο κοντά τρις χιλιάδες μπετόνια νερό!
Μ’ αυτά που είχαν και τα με πολλές δυσκολίες και βάσανα αγορασθέντα, δημιούργησαν περιουσία ικανή να ζήσει τότε όχι μία, αλλά δύο και παραπάνω οικογένειες. Μετόχι ήταν το σπίτι μας. Έτσι κάποιοι έλεγαν, ο Χαράλαμπος βρήκε τον Καναδά του, στα Λάψαρνα. Τούτα όλα τον ανέβασαν και κοινωνικά, από απλό γεωργό σε γεωργοκτηματία (σε παραστατικό που τον αφορούσε, σχετικά έγραφε ο Κοινοτάρχης). Έτσι, έχοντας πια τα οικονομικά έστειλε το Γιώργο στη σχολή κωφαλάλων (Αθήνα) όπου έμαθε γράμματα και τέχνη (μαραγκός) και στήριξε όσο χρειάστηκε   τον γράφοντα το παρόν στο να σπουδάσει.
«Η δουλειά θέλει ρέγουλα», έλεγε. Η δουλειά, από αυγή σε νύχτα, στην περίοδο της κάθε επιμέρους αγροτικής εργασίας ήταν ο κανόνας. Τα χόμπι, μετά. Έτσι τα κατάφερνε όλα. Τελείωνε τις ασχολίες του άρτια, αλλά και τα χόμπι του (άριστος κυνηγός, εξίσου ερασιτέχνης ψαράς) ικανοποιούσε.
Και όταν πια είδε τα παιδιά του τακτοποιημένα και έπιασε εγγόνια, μόλις είχε συνταξιοδοτηθεί «έφυγε», χωρίς να γευθεί, τους καρπούς των κόπων του.
Στο γεννήτορά μου, που κυρίως οφείλω ό,τι επέτυχα στη ζωή (ασφαλώς και στην αξέχαστη μητέρα μου), ας αποτελέσει το παρόν μνημόσυνο, τώρα που στις 23 του Δεκέμβρη συμπληρώθηκαν 37 χρόνια απ’ το θάνατό του.

* Ο Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D.) είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Προβληματισμού & Παρέμβασης για την Ανάπτυξη της Λέσβου «Πιττακός ο Μυτιληναίος», πρώην διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων, πρώην πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Μεταλλειολόγων Μηχανικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: