γεια σ’ χαρά σ’, γεια σ’ Βασίλ(ι)
καλουσύνη, μαλουσύνη
ούλου μάλαμα τσ’ ασήμ (ι)»
Χτυπά το τηλέφωνό κάποια στιγμή αυτές τις χρονιάρες μέρες και απαντώντας, με καλαντίζει - όπως λένε στην Κρήτη - γνώριμη φωνή συγχωριανού, αγαπητού μου φίλου (συμμαθητή της συγχωρεμένης μητέρας μου), του Γιάν. Δ. Μιχαλέλλη. «Τα κάλαντα, π’ λέγαμε στην Άντισσα, τότες! Τα γνώρισες, Τάκη;», με ρώτησε. Βούρκωσα. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Πίεσα τον εαυτό μου, να γυρίσω στο παρόν. Δύσκολο! Βλέπεις, τα παιδικά βιώματα και οι θύμησες πίσω στις δεκαετίες ’50 - ’60, τότε που τ’ άκουγα σ’ όλο το χωριό απ’ όλους και τα ‘λεγα κι εγώ μικρό παιδί, κρατώντας «του μαντ’λέλ(ι)», δε με άφηναν να «ξεκολλήσω».
Με είχαν γυρίσει αυτόματα στις γλυκές, όμορφες, ανέφελες παιδικές αναμνήσεις των τότε χρόνων της αθωότητας. Τότε που στην ψυχή μας δε χωρούσε κακία, μικρότητα, φθόνος, υστεροβουλία. Τότε που αξέχαστες χαμογελαστές μορφές, γονιών, παππούδων, μπαρμπάδων και άλλων φώτιζαν το μονοπάτι των ονείρων μας. Τότε που η ελπίδα ήταν φωλιασμένη στις ψυχές μας. Τότε που στα παιδικά μας μάτια το μέλλον προέβαλλε ρόδινο, ελπιδοφόρο.
Γράφοντας τις αράδες αυτές θα ‘θελα να αποφύγω το βδελυρό, ατυχώς, σήμερα. Το τώρα της ψυχικής, πνευματικής, αλλά και φυσικής αιθαλομίχλης (των τζακιών που μας πνίγει καθημερινά) που θολώνει το μυαλό, το «είναι» και αποτελειώνει τη ζωή μας. Έτσι, δε θα ασχοληθώ με τη μικρότητα ηθικών νάνων. Δε θα ασχοληθώ με τον «ψιλικατζιδισμό» του γόνου (υπουργός Λιάπης, αν δεν ήταν γόνος «Καραμανλή», ούτε περίπτερο δε θα του ‘διναν να κουμαντάρει), των 4.000 ευρώ! Τραγικών επιχείρων της απώλειας της αξιοπρέπειάς του. Ούτε, ακόμη, με το βαρύ όνομα Τομπούλογλου. Των 25.000 ευρώ! Αυτού του διοικητή Νοσοκομείου Παίδων που υποτίθεται έσωζε ζωές μικρών παιδιών (αναρωτιέμαι, θα σωζότανε άραγε η μικρή μου κόρη που σώθηκε στο ίδιο Νοσοκομείο τη δεκαετία του ’90, αν τότε διοικητής του ήταν ο εξαίρετος κ. Τομπούλογλου;).
Δε θα ασχοληθώ, ακόμη, με τον απίθανο ψευτοκαθηγητή, «δούλο δόλιου αφέντη», τον τότε επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών (μοναδικού πελάτου τής ΕΒΟ) - τα επίχειρα του οποίου «εισέπραξα» με την αποπομπή μου από τη θέση του διευθύνοντος της ΕΒΟ - τον αδηφάγο κ. Κάντα των μιζών ~14.000.000 ευρώ!!! Δώδεκα χρόνια μετά, καταλαβαίνω γιατί ο άνθρωπος δεν προωθούσε τα προϊόντα τής ΕΒΟ (Πώς να τα προωθήσει, αφού στα μάτια του φάνταζα προφανώς «ιδιοκτήτης» της, και δεν του έδινα μίζα έστω ένα ευρώ; Ήταν, βλέπεις, παράνομο.
Ο άνθρωπος χρηματιζόταν για να μην καθυστερεί, είπε, την υπογραφή συμβάσεων!). Αυτόν, που η ασημαντότητά του έκανε να είναι για χρόνια στην «αυλή» Τσοχατζόπουλου. Όχι, «Κύριε» Κάντα. Επειδή εσύ τα «έπαιρνες», δεν μπορείς να αφορίζεις, αναρωτώμενος τάχα στον εισαγγελέα «δε θα τα έπαιρναν οι πιο πάνω και πιο κάτω από μένα;». Όχι, άνθρωπε, που το ουτιδανός σε σένα δίνει ακόμη αξία! Όχι, δεν είναι όλοι όμοιοι και ίδιοι σου. Υπάρχουν Άνθρωποι που το ηθικό τους ανάστημα φθάνει ψηλά, ως το πέτασμα του Ουρανού και αφορίζοντας, έτσι, τους «τσουβαλιάζεις» στη συνομοταξία των ομοίων σου.
Τέλος, δε θα ασχοληθώ με τον επίδοξο «Ζίγδη», του οποίου η αμετροέπεια (βλέπεις, όλο του το μυαλό βρίσκεται στην άκρη της γλώσσας του) νεολογίζοντας μίλησε (ο γλωσσοπλάστης, τρομάρα του!) για «εκτσογλανισμό» της ζωής μας. (Καλά δεν έχει επίγνωση ότι βασικός συντελεστής του «εκτσογλανισμού» της είναι ο ίδιος;!)
Θα γυρίσω στο μακρινό πια ’50. Τότε στην Άντισσα, που έσφυζε από κόσμο και εμάς τα μικρά μάς έδιωχνε απ’ την πλατεία ο παιδονόμος, για να χωρούν οι μεγάλοι. Δηλαδή τότε που την κωμόπολή μας δεν είχε προλάβει ακόμη η ανικανότητα των ταγών του νησιού να τη μετατρέψει, ατυχώς, σ’ ένα φθίνοντα οικισμό γερόντων.
Θα επανέλθω τότε, που αποβραδίς των Χριστουγέννων χορωδία έψελνε στους δρόμους της το «καλήν εσπέρα άρχοντες», τότε που οι φούρνοι των σπιτιών έψηναν τα φοινίκια και οι γειτονιές μύριζαν την αψιά μυρουδιά της αμμωνίας τους, τότε που ο κάθε νοικοκύρης έσφαζε τον μπισλεμέ του για να φάει η φαμίλια του πλούσια, αρχοντικάτα κρέας όλο το 12ήμερο. Τότε που το σελινάτο μοσχομύριζε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Τότε που πιτσιρικάδες «σκοτωνόμασταν» στα όρη, στα λαγκάδια να βρούμε τη «μαλλιαρή πέτρα» και το κλαδί ελιάς με καρπούς πάνω του, για το καλό του χρόνου.
Τότε που αποβραδίς της Πρωτοχρονιάς έπρεπε να μπει στο «π’χαρί» το πιάτο με το πιλάφι, για να φάει ο κουρασμένος και πεινασμένος Άι-Βασίλης που θα κατέβαινε φέρνοντας τα δώρα. Τότε που ο πατέρας ξυπνούσε νύχτα την Πρωτοχρονιά, νιβόταν, χτενιζόταν, σταυροκοπιόταν κι έκανε το ποδαρικό. Έσπαζε στο πλατύσκαλο το ρόδι, μουρμουρίζοντας «κατά πώς είναι το ρόδι γεμάτο, να είναι γεμάτο το σπίτι μας από υγεία, καρπούς, λάδια, ευημερία, ευτυχία». Τότε που το «καλημέρα τσι τ’ Αγιού Βασ’λειού» έβγαινε χαρούμενα απ’ το στόμα του καλαντιστή πιτσιρικά και η καλαντιζόμενη οικοδέσποινα στερεότυπα προσκαλούσε «καλώς το Βασίλ(ι)»! Τότε που στο μαντ’λέλ(ι) έριχνε η κάθε νοικοκυρά όλα τα καλούδια: σταφίδες, φοινίκια, φιρίκια (Φτερούντας), κουραμπιέδες, φιστίκια· αν ήταν και κανένα «χιώτ’κου» μανταρίνι, η περιποίηση ήταν ξεχωριστή. Εξαιρετική ήταν αν έριχνε και κανένα μεταλίκι.
Άμα τούτο τύχαινε να είναι δίδραχμο, η τιμή στον καλαντιστή ήταν μεγίστη. Τάλιρο, πάντως, μου έδινε η πλούσια νονά μου κάθε χρόνο, που Πρωτοχρονιά ήμουν «υποχρεωμένος» μαύρη νύχτα να τους κάνω το ποδαρικό. Τότε ακόμα που κατάκοπος από τα κάλαντα σ’ όλους τους συγγενείς και φίλους, στη θαλπωρή των μαγκαλιών συντρώγαμε με τους συγχωρεμένους αδελφό, γονείς και παππούδες. Γρήγορα - γρήγορα, για να κόψει ο πατέρας τη βασιλόπιτα. Και η καρδιά μου να κτυπά δυνατά όταν, σταυρώνοντάς την, ο πατέρας έλεγε «του Χριστού, της Παναγιάς, του Αγιού Βασ’λειού τσι του σπιτιού μας». Να βρούμε το φλουρί.
Τότε, τέλος, που με το «εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου» του παπά μας, έφευγαν οι καλικάτζαροι και έκλεινε το 12ήμερο.
Συμπαθάτε με για τη νοσταλγία, αναβάθμισή μου στην κολυμβήθρα… των αναμνήσεων.
Το 2014, να λευτερωθούμε απ’ την κατοχή (οικονομική). Εύχομαι. Να δώσει ο Θεός…>>

                                 KAΛH XΡONIA