Δεκαετία του ΄50. Η χώρα μας έβγαινε δειλά - δειλά απ’ τα πολύπαθα βάσανά της, τα της τελευταίας γενεάς, μετά τη Δικτατορία του Μεταξά, τον Παγκόσμιο Πόλεμο, την επάρατη Γερμανοκατοχή και ακόμη χειρότερα τον αδελφοκτόνο σπαραγμό του εμφυλίου. Η αιμάσσουσα ελληνική ύπαιθρος προσπαθούσε να κλείσει τις κάθε λογής πληγές της, τη φτώχεια και τη μιζέρια που διέτρεχαν όλη τη ραχοκοκαλιά του κοινωνικού της ιστού, με πολύ δουλειά και με κάθε λογής αξιοποίηση των όποιων πλουτοπαραγωγικών της πόρων.
Το κύριο βάρος κρατούσε η πρωτογενής παραγωγή, η δια της γεωργικής τέχνης αξιοποίηση κάθε σπιθαμής γης. Ακόμη και τα κακοτράχαλα βουνά έσπερναν με τον κασμά όπου μπορούσε να κρατηθεί ένας σπόρος κουκιών, κριθαριού, κ.ά.. Επίσης, όπου υπήρχε τρεχούμενο νερό δίπλα στο όποιο χέρσο, μικρό ή μεγάλο, γινόταν μπαχτσές που φυτεύονταν τα κάθε λογής ζαρζαβατικά. Αυτό το «δεν συμφέρει» που τα τελευταία χρόνια της επίπλαστης ευδαιμονίας της ελληνικής κοινωνίας λεγόταν στα χωριά μας, δεν ακουγόταν τότε. «Δεν συμφέρει» το ένα, «δεν συμφέρει» το άλλο!!! Τότε, το μόνο που ήξερε ο κόσμος στη χώρα μας, ήταν δουλειά, κόπος, μόχθος και το κάποιο μικρό διάφορο. Αυτό το διάφορο, που και φαμίλιες μεγάλωνε, και σπίτια έχτιζε και κόρες προίκιζε και σε γέρους γονείς γεροτ’κά έκανε και σιρμαγιές γιών οργάνωνε.
Επειδή δε τότες η κυκλοφορία του χρήματος ήταν πολύ περιορισμένη, εφαρμοζόταν άτυπα η «οικογενειακή οικονομία» που είχε ως βάση την ανταλλαγή προϊόντων (π.χ. λάδι με σιτάρι, κριθάρι με ρεβίθια, κ.ο.κ. ) ή ακόμη και εργασίας (δανεική, το γιαρντούμ λεγόμενο τουρκιστί). Έτσι πορευόταν η ελληνική αγροτική οικογένεια, τουλάχιστο στο νησί μας, στη Λέσβο. Ένα άτυπο έθιμο, που περισσότερο προήλθε από την ανάγκη η κάθε οικογένεια να έχει το κρέας της, τις γιορταστικές μέρες των Χριστουγέννων, ήταν το σφάξιμο του μπεσλεμέ.
Ο μπεσλεμές ήταν ένα αρνί που αγόραζε από μικρό ο γεωργός από κάποιο κοπάδι και το τακίμιαζε με την κατσίκα του. Έτσι έβλεπες πρωί-πρωί να ξεκινά ο κάθε ένας που είχε ένα χωράφι να πάει να καλλιεργήσει, καβάλα στο γαϊδουράκο του, που πίσω έσερνε με την αλυσίδα της την κατσίκα της οικογένειας και ξωπίσω να ακολουθεί το μικρό παιχνιδιάρικο αρνάκι, ο μπεσλεμές. Η τύχη του μικρού αυτού αρνιού ήταν προδιαγεγραμμένη. Έπρεπε να είναι φαγανιάρικο ζώο και όχι τζαμπούνικο, για να παχύνει. Να παχύνει αφού το αφεντικό του το τάιζε ξεχωριστά και έξτρα, με γέμια.
Κριθάρι, πίτουρα, κουκιά, βίκο, ρόβι και ό,τι άλλο διέθετε η παραγωγή των χωραφιών του αλλά και μικρές ποσότητες αλατιού. Έπρεπε να παχύνει να γίνει 25 - 30 οκάδες ή ακόμα πιο πολύ. Τόσο ώστε να πάρει το αφεντικό του το άτυπο «βραβείο». Την πρωτιά.
«Εμ αυτός (ο γεωργός) είχε γέμια μπόλικα απ’ τα χωράφια του και τον τάιζε, γι’ αυτό ο μπεσλεμές του βγήκε 32,50 οκάδες!!!», άκουγες απ’ τους ανταγωνιστές του σιναφιού του.
Η ζωή του μπεσλεμέ ήταν ως τις 23 του Δεκέμβρη. Τότε που τούτος είχε πια αποκτήσει το μέγιστο του βάρους του, έτοιμος για να γίνει θυσία, στις ανάγκες των γιορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Τότε που έπρεπε να αποτελέσει το κύριο συστατικό του σελινάτου την ημέρα των Χριστουγέννων. Τότε, που όλη η οικογένεια με τον παππού, τη γιαγιά, τους μπαρμπάδες, τον πατέρα, τα παιδιά και τα ανίψια, καθόντουσαν στο τραπέζι στην «καλή κάμαρα» και η μάνα, η νοικοκυρά του σπιτιού μέσα στη βαθειά φαγιάντζα, να κουβαλά αχνιστό το μοσχομυριστό σελινάτο στο πλούσιο τραπέζι με όλα τα καλούδια της παραγωγής τους, τα κρασιά, το κονιάκ τα γλυκά, τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες και άλλα.
Έπρεπε ακόμα να γίνει το κύριο μέρος του αγαπημένου φαγητού του Αγιού Βασ’λειού, του πιλαφιού του βρασμένου με το μεγάλο καθαρό κομμάτι κρέατος του μέσα στην πορσελάνινη πιατέλα. Αυτή που γεμάτη μέχρι πάνω και σκεπασμένη εκεί δίπλα στο τζάκι, θα έπρεπε να βρει ο καλοκάγαθος γέροντας, άγιος απ’ την Καισαρεία καθώς θα κατέβαινε από την καπνοδόχο για να φέρει τα δώρα και να φάει καλά ο καημένος, αφού γυρίζοντας όλο τον κόσμο μέχρι να έρθει σε μας, ήταν πολύ πεινασμένος. Ακόμη, ο καλός μας μπεσλεμές, θα έπρεπε την ημέρα των Φώτων να γεμίσει το ταψί με το πατατιαστό στο φούρνο, με μεγάλα κομμάτια του, για να μας «στάνει» όλους μας, μετά τη νηστεία της προηγουμένης εν όψει του αγιασμού των νερών και του δικού μας βέβαια, από τον παπά της ενορίας μας, με το «εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου Κύριε...».
Και αφού με την αγιαστούρα του ο παπάς μας, έδιωχνε πια τους καλικατζάρους και σήμαινε ότι τελείωνε το δωδεκαήμερο, και οι γιορτές όλες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς έπαιρναν τέλος, έπρεπε και ο μπεσλεμές να τελειώσει και αυτός. Όσος είχε απομείνει, γέμιζε σαν καβουρμάς το κιούπι. Εκεί μέσα, κομμάτια κρέατος και γλίνας, καθώς είχαν αποχυθεί όλα μαζί μετά το βρασμό τους, αποτελούσαν μια καλή σοδειά για τη φαμίλια που τον έθρεψε τους οκτώ - δέκα προηγούμενους μήνες που τον είχαν πίσω από την κατσίκα τους.
Τις κρύες μέρες του Φλεβαριού και του Μαρτιού, τρεις - τέσσερις κουταλιές καβουρμάς, με τέσσερα - πέντε αυγά μαζί, φρέσκο ψωμί και μπόλικο κρασί, αποτελούσαν φαγητό δυνατής στήριξης της φαμίλιας, στις σκληρές δουλειές του κλαδέματος των ελιών, του σκαψίματος και κλαδέματος του αμπελιού ή του πρωτοργώματος των καπνοχώραφων.
Ο μπεσλεμές, η πολυτέλεια της φτώχειας στις εποχές τις γλίσχρες και της ανέχειας των δεκαετιών του ΄50, του ΄60 και ίσως του ΄70, εξαφανίστηκε κι αυτός όταν τάχα η ευμάρεια «κατέλαβε» την Ελλάδα.
Άραγε τώρα που ξαναφτωχύναμε, μήπως η εικόνα του οικογενειάρχη πάνω στο γαϊδουράκι του, που σέρνει πίσω του την κατσίκα της φαμίλιας και ξωπίσω ανέμελο και παιχνιδιάρικο το μικρό μπεσλεμέ, λέω μήπως θα την ξαναδούμε;;
Και του χρόνου.!!!