Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης * * * Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Κείμενό μου: " Γιάννης Βασιλείου Φωτιάδης. Ο άνθρωπος και το έργο του"

 

Στην προ ημερών ανάρτησή μου,  του λόγου μου στην τελετή, της προς τιμή του Γιάννη Β. Φωτιάδη, ( προ αιώνος περίπου Κοινοτάρχη της  Άντισσας και  μετέπειτα Βουλευτή Λέσβου)  ονοματοδοσίας της κεντρικής  οδού  της γενέτειράς μου, Άντισσας, κατά την 22.08.2021, μεταξύ των άλλων ανέφερα. 
<< Για έναν άνθρωπο με την προσωπικότητα, το ήθος, την εντιμότητα, το ψυχικό μεγαλείο και το τεράστιο κοινωνικό του έργο όπως του Γιάννη Φωτιάδη, μία 20λεπτη ομιλία είναι ελάχιστος χρόνος αφού για να καλυφθούν αντικειμενικά τα του βίου  και τα του έργου του, θα χρειάζονταν να γράφουν τόμοι ολάκεροι. Σεβόμενος το χρόνο σας και εκτιμώντας το δύσκολο της μεσημεριανής αυτής ώρας μέσα στον ήλιο, δεν θα διαβάσω την επτασέλιδη  ομιλία (κείμενο) που είχα ετοιμάσει. Περιορίζομαι σε αυτά που θα ακούσετε πιο κάτω. Όσον αφορά την επτασέλιδη ομιλία μου εδώ έχω μερικά αντίτυπα της και φυσικά το περιεχόμενο της θα αναρτηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Μ.Κ.Δ.).>>
Ανταποκρινόμενος στα ανωτέρω επισυνάπτω στο παρόν την επτασέλιδη αυτή ομιλία μου :

<<  Γιάννης  Βασιλείου  Φωτιάδης. Ο άνθρωπος και το έργο του
  
Πριν 52 χρόνια,  Αύγουστος του 1969, τέτοιες μέρες έφυγε από το μάταιο τούτο κόσμο ο Γιάννης Βασιλ. Φωτιάδης, ο άνθρωπος που τιμούμε σήμερα εμείς οι συγχωριανοί του, τιμά η γενέτειρά του, τιμά ο Δήμος μας και το νησί μας, τιμά ακόμα και η Περιφέρειά μας.

Πριν 42 χρόνια,  Αύγουστος του 1979, δέκα χρόνια μόνο από το θάνατό του, πάνδημα  οι Αντισσαίοι τίμησαν το  Γιάννη Φωτιάδη, με πρωτοστάτη τον Σύλλογο Αντισσαίων της Αθήνας, του οποίου τότε  είχα την τιμή  να είμαι ο πρόεδρος του,  στήνοντας του την προτομή του εκεί δίπλα στην Κοινότητά μας, όπου άστραψε το πνεύμα του, δημιούργησε η θέλησή του και  μεγαλούργησε ο δυναμισμός του, στο να προσφέρει στην Άντισσα και στους κατοίκους της οτιδήποτε μπορούσε να αναδείξει το χωριό, να βελτιώσει τη διαβίωση των συγχωριανών του και ακόμη  να υπάρξει αρωγός τους ατομικά οπότε του ζητήθηκε, σε οτιδήποτε μπορούσε να  κάνει  τη ζωή τους ανθρωπινότερη.

Σήμερα παρ’ όλο ότι έχουν περάσει δύο και γενεές αφότου αυτός εγκατέλειψε το εγκόσμια, στη θύμησή μας η μνήμη του είναι άσβεστη και βρισκόμαστε πάλι όλοι εμείς μαζί σήμερα εδώ για να  προσφέρουμε ως τελευταίο μας προς αυτόν  οφειλόμενο φόρο τιμής την ονοματοδοσία   της κεντρικής οδού του χωριού μας, με το όνομα ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, το όνομά του. Με την ονοματοδοσία αυτή όσο υπάρχει Άντισσα, οι επιγενόμενοι Αντισσαίοι και όχι μόνο, θα γνωρίζουν πάντα ότι αυτός ο αείμνηστος γόνος του χωριού μας, αφιέρωσε τη ζωή του και το «είναι» του για να απαλλάξει τους συγχωριανούς του από την αγραμματοσύνη και αμορφωσιά, τις προκαταλήψεις, τις δισειδημονίες, την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία, τη φτώχεια και όλα τα  άλλα κακά που τους άφησε η μακρόχρονη, επί 450 χρόνια σκλαβιά τους στον στυγνό Τούρκο δυνάστη, και επίσης να μεταμορφώσει το τότε Τουρκοχώρι Τελώνια στη σύγχρονη ευρωπαϊκή κωμόπολη του 20ου αιώνα, Άντισσα.

Ο Γιάννης Φωτιάδης, ο γιός του γιατρού εκ Κωνσταντινουπόλεως Βασίλη Φωτιάδη και της Φανής το γένος Πασσαδέλλη γεννήθηκε στα Τουρκοκρατούμενα Τελώνια μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα, τα Φώτα του 1893. Ο γιατρός Φωτιάδης πέραν του μεγάλου κοινωνικού του έργου ως ο μοναδικός γιατρός των πολυάνθρωπων  τότε Τελωνίων, - καταθέτω σήμερα παρεμπιπτόντως σε σας τους συγχωριανούς του ένα μεγάλο ιστορικό δεδομένο - . Υπήρξε και ο σωτήρας του χωριού και των κατοίκων του το 1912, συγκεκριμένα κατά την 16η Νοέμβρίου 1912, κατά την περίοδο 8 Νοεμβρίου – 8 Δεκεμβρίου, «τα φόβια» όπως την ονόμασε ο θυμόσοφος λαός μας, όταν είχαν   εισβάλει,  τρέχοντας προς το κέντρο του χωριού, λεφούσι ολάκερο  250 οπλισμένοι βασιβουζούκοι αντάρτες Τούρκοι (εφημερίδα της εποχής στις 18/11/1912) για να βιαιοπραγήσουν, να βεβηλώσουν ιερά, να σκοτώσουν, να πυρπολήσουν όπως είχαν κάνει τότες στην Πέτρα, το Μεσότοπο, κ.αλ. Είχαν ήδη πυρπολήσει τον ανεμόμυλο έξω απ’ το χωριό, που βρισκόταν εκεί στην ομώνυμη σήμερα θέση. Τότε ενώ το λεφούσι αυτό έτρεχε στον κεντρικό δρόμο μας, βγήκε απ’ το σπίτι της «Φωτιάδαινας» και  μίλησε στους επικεφαλείς τους, με παρρησία και θάρρος, πράγμα που είχε το αποτέλεσμα  να δώσουν αυτοί διαταγή να γυρίσουν όλοι και να  φύγουν, χωρίς κανένα κακό να συμβεί στο χωριό ή σε κάτοικό του.

Ο Γιάννης, ήταν ο πρωτογιός απ’ τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Βασιλείου Φωτιάδη. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Μυτιλήνη πήγε στην ημιαυτόνομη τότε Σάμο και φοίτησε στην εκεί ανωτάτου επιπέδου Εμπορική Σχολή. Με την απελευθέρωση μας το 1912, νέος γεμάτος φλόγα για τη λευτεριά αλλά και ζέση για την  υπεράσπιση της αγωνιζόμενης  πατρίδας, γύρισε  στα Τελώνια. Εκεί μαζί με τους άλλους συνομηλίκους του, στην πρώτη στράτευση που έκανε στο νησί μας η Πολιτεία στρατεύθηκε  και  πολέμησε επί δέκα ολόκληρα χρόνια, στα μέτωπα της Μακεδονίας,  και Μικράς Ασίας. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, γύρισε στο χωριό.               

Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι ο τόπος του, τον είχε ανάγκη. Μέσα από τον Σύνδεσμο Εφέδρων πολεμιστών που δημιουργήθηκε και ο Γιάννης υπήρξε η καρδιά αυτού, άρχισε να αναδεικνύεται ως το κεντρικό πρόσωπο του Συνδέσμου, στη δράση και τις ενέργειες για το κοινό καλό, του χωριού. Στις τότε κοινοτικές εκλογές του 1923 ανεδείχθη πρόεδρος της κοινότητας Τελωνίων.

Τα Τελώνια, τότε είχαν 630 οικογένειες περίπου κατά πως μας πληροφορεί ο Οικονόμος Τάξης στο βιβλίο του «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ»  του 1909,  δηλ. είχαν πληθυσμό 2.500 - 3.500 άτομα, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι οι οικογένειες τότε ήταν πολυμελείς.

Η κατάσταση του χωριού που περιέλαβε ο Γιάννης, ήταν αυτή που περιγράφει  ο  πατέρας του Βασίλης με λυρισμό και σάτιρα στο ποίημα του, «Ωδή στα Κλεινά Τελώνια» του 1909,  απ΄το οποίο δανείζομαι τα σχετικώς αναφερόμενα και συγκεκριμένα τον πρώτο στοίχο του, όπου επί λέξει αναφέρει:

                               « Ακούστε τα χαρίσματα που έχουν τα Τελώνια

                                Οι δρόμοι των μυρίζουνε, μα όχι σαν κολώνια

                                οι κάτοικοι φορούν βρακιά, κάμποσοι παντελόνια

                                κασκέτα στα κεφάλια τους και μπόλιες σα σεντόνια

                                 κάμποσοι είναι έξυπνοι, αλλ’  έχει και κοθώνια 

                                 κι όλοι μαζί στην πρόοδο πηγαίνουν σαν χελώνια.»

Η σατιρικότητα των στοίχων αυτών περιγράφει γλαφυρά την πνευματική κατάσταση, την ως απόρροια  φυσικά της επικρατούσης αγραμματοσύνης και αμορφωσιάς. Αυτή που κατάφερε να εξαλείψει, τούτου αποδεικνυομένου εκ του ότι οι απόγονοι «των κάμποσων έξυπνων αλλά και των ‘‘κοθωνίων’’» κατά πως αναφέρονται στο στοίχο αυτό, έχουν προοδέψει στα γράμματα και στις επιστήμες και από το ’50 και μετά το χωριό μας έχει να επιδείξει πολλές εκατοντάδες επιστήμονες. Πέραν της καταστάσεως της  έχουσας σχέση με τις υποδομές του τριτοκοσμικού Τουρκοχωρίου Τελώνια (ως συμπέρασμα, εκ της κακοσμίας των δρόμων που σημαίνει έλλειψη υπονόμων, έλλειψη νερού, έλλειψη υποδομής και ίσως υπηρεσίας καθαριότητας, κ.αλ.), αυτό που εντυπωσιάζει είναι η καθυστέρηση, η έλλειψη προόδου, και η παντελής απουσία ανάπτυξης, για την οποία γράφει ότι προχωρούσε αργά, πολύ αργά, ως παραστατικά αναφέρει με «ρυθμούς χελώνας» και βέβαια εξ αυτού  η μιζέρια  που επικρατούσε μεταξύ των κατοίκων του. Ο Βασίλης Φωτιάδης, ήταν ο μόνος επιστήμονας του χωριού (όπως ξέρουμε απ’ την προφορική παράδοση αλλά και γραπτά κατά πως μαρτυρεί ο Οικονόμος Τάξης στο προαναφερθέν βιβλίο του, λέγοντας για την κωμόπολη Τελώνια μεταξύ των άλλων διαθέτει « … ως και επιστήμονα ιατρόν». Ο γιατρός Φωτιάδης,  είχε τη δυνατότητα με την κριτική ματιά του επιστήμονα, να κάνει τις σχετικές σκέψεις, αναλύσεις και εν τέλει διαπιστώσεις καταθέτοντας αυτό το άκρως οπισθοδρομικό « όλοι μαζί στην πρόοδο πηγαίνουν σαν χελώνια ».

Ευθύς ως έγινε κοινοτάρχης, ο Γιάννης Φωτιάδης, αυτό που έκρινε ότι έπρεπε άμεσα να γίνει στο χωριό, ήταν να αξιοποιηθούν οι όποιες διαθέσιμες εκτάσεις και έτσι να δημιουργηθεί αγροτικός κλήρος, για να βρουν εργασία οι όποιοι άνεργοι κάτοικοι που στο σύνολό τους ήταν αγρότες. Προς την κατεύθυνση αυτή στόχευσε και επέτυχε εκτάσεις πεδινές ελώδεις να καταστούν καλλιεργήσιμες, ή αργούσες κτηματικές εκτάσεις να αξιοποιηθούν. Ιδιαίτερη μέριμνά του υπήρξε το  να βρεθεί τρόπος να εξαλειφθεί η τοκογλυφία που μάστιζε τους παραγωγούς στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους, να θρέψουν τα κοπάδια τους και φυσικά να στηρίξουν τις οικογένειές τους.

Για το μεν πρώτο με τα απαιτούμενα εγγειοβελτιωτικά έργα δόθηκαν προς καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων όπως αυτά της περιοχής «Φλού» στον Κάμπο, πέραν του ότι απάλαξε τους Αντισσαίους από την ελονοσία. Για το δεύτερο στηριζόμενος σε σχετικό νομοθετικό έργο του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου του 1917, πήρε τις μεγάλες περιουσίες, του από χρόνια σχολάζοντος μοναστηριού του Κρεωκόπου και τις μοίρασε σε ακτήμονες αγροτικές οικογένειες.

 Η μεγάλη του όμως κοινωνική παρέμβαση, από τους πρωτοπόρους του είδους στο νησί, ήταν η δημιουργία του Γεωργοκτηνοτροφικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Τελωνίων, στη βάση της σχετικής κυβερνητικής αγροτικής μεταρρύθμισης  του Αλέξανδρου Παπαναστασίου περί ιδρύσεως Συνεταιρισμών και της Αγροτικής Τράπεζας.  Η δημιουργία του Συνεταιρισμού αυτού το 1927 απάλλαξε τους παραγωγούς από τη μάστιγα της τοκογλυφίας, αφού έτσι μπορούσαν τούτοι να προμηθεύονται από αυτόν λιπάσματα, φυτοφάρμακα, κτηνοτροφικές τροφές, κ.άλ. σε τιμές  κόστους του Συνεταιρισμού και μάλιστα με πίστωση. Η ολοκλήρωση του όλου έργου  «Συνεταιρισμός» επιτεύχθηκε  με την κατασκευή του εργοστασίου / ελαιοτριβείου που ολοκληρώθηκε το 1947. Με τούτο, αυτό που επιτεύχθηκε ήταν η παραγωγή λαδιού να βελτιωθεί σε σημείο που ενώ παλιά 8-12 οκάδες ελιές έδιναν μία οκά λαδιού τώρα στο εργοστάσιο του, τούτη ήταν της τάξεως των 4-6 οκάδων  μία οκά λαδιού. Ακόμη και η ποιότητα του παραγομένου λαδιού βελτιώθηκε. Έτσι έπαψε πιά στην πράξη το ως θέσφατο, λεγόμενο τότε, «οι τζμπανιάρικες οι Τελωνιάτσες  λιες, δεν λαδίζουν». Τούτα  δε όλα εκ του ότι το συνεταιριστικό εργοστάσιο διέθετε καινούργια μηχανήματα και ακόμη διότι εξέλειπε η προς ίδιο συμφέρον ανθρώπινη παρέμβαση, αφού η συνεταιριστική διαδικασία δεν παρείχε καμμία σχετική δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Με το συνεταιριστικό αυτό εργοστάσιο οι ελαιοπαραγωγοί έγιναν πιά κύριοι στο ακέραιο της ελαιοπαραγωγής τους.  

Σε ότι αφορά τους κτηνοτρόφους εκτός των σε τιμές κόστους τροφών και άλλων σχετικών που τους προσέφερε ο συνεταιρισμός,  ένα βασικό ήταν το ότι έκανε την απαιτούμενη παρέμβαση στους τυροκόμους και επιτύγχανε με τις σχετικές διαπραγματεύσεις κατ’ έτος, τις κατά το δυνατόν καλύτερες τιμές γάλακτος. Η παρουσία του συνεταιρισμού έφερε γενικά στο χωριό πνοή οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας, πράγμα που φάνηκε απ’ τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων του, το φτιάξιμο κατοικιών,  την προίκιση θυγατέρων, σιρμαγιές αγοριών, σπουδές παιδιών, κ.άλ.

Βέβαια για να προχωρήσει στην υλοποίηση των πλάνων του για το συνεταιρισμό είχε να αντιπαρατεθεί με τον ίδιο του τον εαυτό αφού είχε αναστολές και δεσμεύσεις πολλών μορφών, οικογενειακών, οικονομικών, ηθικών, κ.λπ. Πάντως ως μου είχε καταθέσει στα τελευταία της ζωής του, τον Συνεταιρισμό τον θεωρούσε ως κορωνίδα των έργων του, αφού μ’ αυτόν «ο Αντισσαίος έπαψε να είναι ραγιάς και σκλάβος» ως μου έλεγε.   

Ο τιμώμενός μας, στην όλη θεώρηση του περί της υπάρξεως και μακροημερεύσεως του χωριού του με ένα  όνομα κακόηχο και απεχθές «Τελώνια», οι κάτοικοι του Τελωνιάτες  και αυτός πρόεδρος των Τελωνίων ως έγινε κατά την πρώτη τετραετία του ως κοινοτάρχης, η σκέψη του ήταν να βρει τον τρόπο και την ευκαιρία να απαλλαγεί το χωριό του απ’ το βδελυρό, αυτό όνομα.  Πράγματι την πρώτη χρονιά της δεύτερης του τετραετίας στηριζόμενος στην απόφαση του νομάρχη Λέσβου του 1927 «περί κυρώσεως του από 17-9-26 Ν.Δ. περί μετονομασίας συνοικισμών, πόλεων, ή κωμών του Νομού» ύστερα από την ομόφωνη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου 58/24-1-2018,  υποβάλει το σχετικό αίτημα στο Νομάρχη Λέσβου τη 12-2-1928 περί  μετονομασίας της Κοινότητας Τελωνίων  σε Κοινότητα Αντίσσης. Γράφει δε συγκεκριμένα «Καίτοι αμφισβητείται η ακριβής τοποθεσία αυτής (Αρχαία Άντισσα) είναι αναμφισβήτητο ότι υπήρξε παράλιος πόλις κειμένη εντός των σημερινών διοικητικών ορίων της περιοχής Τελωνίων». Τούτη, σε προηγούμενη παράγραφο, την ταυτίζει με την παραλία των Λαψάρνων. Τελικά, η μετονομασία  δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ υπ’ αριθ. 156/Α/19-7-1928. Σε σχετικό με τη μετονομασία αυτή, άρθρο μου στην «ΗΧΩ της Άντισσας», το 2012, έγραφα το πώς την υποδέχθηκαν οι ως τότε Τελωνιάτες, όπως  μου τα είχε αφηγηθεί,  γέρων πιά τη δεκαετία του ’60, ο Γιάννης Φωτιάδης: «Όταν ήρθε το νέο της απόφασης της μετονομασίας, το τι έγινε στο χωριό δεν περιγράφεται. Ένας χαμός. Ο κόσμος βγήκε στο δρόμο. Οι καμπάνες χτυπούσαν αναστάσιμα και το βράδυ έγινε λαμπαδοφορία που όλο το χωριό φωτίστηκε από τους αυτοσχέδιους πυρσούς που κρατούσαν στα χέρια τους όλοι οι χωριανοί». Θυμούμαι ακόμη να μου λέει « τι τύχη να έχει ένα χωριό, με ένα όνομα που  και για την εκκλησία είναι απεχθές. Ενώ τώρα έχοντας ένα ιστορικό όνομα της  κλασσικής αρχαιότητας, Άντισσα, θα μακροημερεύσει όπως οι άλλες πόλεις/κράτη του νησιού μας,  Μυτιλήνη,  Μήθυμνα και  Ερεσός».

Η μεγάλη του αγάπη, ήταν προς την μόρφωση και τα γράμματα. Όταν δε έβλεπε παιδιά του χωριού μας να τελειώνουν γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, κ.άλ. η καρδιά του ευφραινόταν, αφού όπως έλεγε τα  γράμματα ανοίγουν τα μάτια της ψυχής, απαλύνουν την καρδιά και πλαταίνουν τη σκέψη, κάνοντας τον άνθρωπο να  γίνεται πιο άνθρωπος.

Έτσι την τρίτη τετραετία του, που  υπουργός Παιδείας της τότε Κυβερνήσεως Βενιζέλου ήταν ο αείμνηστος Γέρος της Δημοκρατίας Γεώργιος Παπανδρέου με τον οποίο συνδεόταν με βαθειά φιλία αλλά και με κουμπαριά,   ευτύχησε  να γίνει στο χωριό μας το 1932 ένα από τα επτά ομοίου σχεδίου και κατασκευής του νησιού σχολεία (τα υπόλοιπα 6 στην πρωτεύουσα), το περιώνυμο ΤΕΡΠΑΝΔΡΕΙΟ δημοτικό μας σχολείο.  « Για πάντα πιά, να μπορούν τα μουρά μας να μαθαίνουν γράμματα» ήταν η επωδός του, κάθε φορά που αναφερόταν στο δημοτικό μας.

Οι μετά την ολοκλήρωση της τρίτης του τετραετίας το 1935, ανώμαλες καταστάσεις και γεγονότα (πολιτική αστάθεια, στρατιωτικά κινήματα,  δικτατορία του Μεταξά) είχαν το αποτέλεσμα ο Γιάννης Φωτιάδης να απομακρυνθεί από το πολιτικό προσκήνιο. Άφησε όμως πίσω του ατέλειωτη σειρά κρίκων στην αλυσίδα των έργων που προσέφερε στην Άντισσα, όπως το τεχνητό δάσος μας, ύδρευσης και αποχέτευσης έργα, την πρωτόλεια κατάσταση αυτής της όμορφης πλατείας μας που ολοκλήρωσε στη σημερινή της μορφή στην κατοχή το 1943-44 ο αείμνηστος Παύλος Χατζηγεωργίου, πληρώνοντας τους εκεί εργασθέντες σε είδος (σιτάρι , κριθάρι κ.λπ) κατά τη συγκέντρωση στην οποία αναφέρομαι πιο κάτω, ο δρόμος του Γαβαθά και πολλοί άλλοι σ’ όλο το χωριό και τις άλλες εξοχές. Αυτή όλη η θαυμαστή σειρά έργων μεταμόρφωσαν το υπανάπτυκτο Τουρκοχώρι Τελώνια στην σύγχρονη σήμερα Άντισσα η οποία συνεχώς βελτιώνεται έχοντας ως βάση ότι χάραξε ο Γιάννης Φωτιάδης προ εκατό περίπου χρόνων. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί εδώ ότι με δικές του ενέργειες, όταν Υπουργός Δημοσίων έργων ήταν ο Λέσβιος Βύρων Καραπαναγιώτης, καλός του φίλος, έγινε ο πρώτος  ασφαλτόδρομος στο νησί μας ο Αντίσσης – Ερεσού, που όπως μου έλεγε τον «κάναμε τότε με τους κασμάδες».  

Στην περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου μαζί με πολλούς Αντισσαίους όπως αναφέρονται στο βιβλίο Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ των Κεμερλή-Πολυχρονιάδη, με εξ αυτών τους Ηλία Αποστόλα, Κώστα Ταβερνάρη, Αντώνη Αιγινίτη, γεωπόνο, ο οποίος υπηρετούσε στο χωριό μας. Μέσω της κεντρικής καθοδήγησης από τη Μυτιλήνη αναφορικά προς το επισιτιστικό πρόβλημα μετά τον τραγικό χειμώνα του ’41 που εκατοντάδες πέθαναν στη πρωτεύουσα του νησιού αλλά και σε διάφορα χωριά του από την πείνα, η οργάνωση στην Άντισσα με επικεφαλής της τον Γιάννη Φωτιάδη κατάφερε να περάσει το μήνυμα σ’ όλους τους Αντισσαίους, να καλλιεργήσουν  και την τελευταία σπιθαμή γης. Τούτο, έκανε η Άντισσα να μεταμορφωθεί σε σιτοβολώνα και με τη σχετική πολιτική που εφήρμοσε ο Φωτιάδης κατόρθωσε «φορολογώντας» τους παραγωγούς σε είδος (σιτάρι, κριθάρι, κουκιά, ρεβίθια κ.λπ.) να μπορέσει να κρατήσει όλο τον πληθυσμό του χωριού ζωντανό χωρίς ευτυχώς κανένα τραγικό θύμα της πείνας όπως σ’ άλλα μέρη του νησιού. Ακόμη πέραν της Αντίσσης και κάτοικοι άλλων χωριών και της Μυτιλήνης σώθηκαν γιατί μπόρεσαν να φθάσουν στην Άντισσα όπου τους περιέβαλαν με συμπόνια, αγάπη και ειδικότερα  τροφή. Τόση ήταν η αποτελεσματικότητα του προγράμματος αυτού των αγροτικών καλλιεργειών τότε  στο χωριό μας,  που όταν ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ το 1979 επ’ ευκαιρία της προσπάθειας μας να τιμηθεί ο Γιάννης Φωτιάδης με το στήσιμο της προτομής του στην Πλατεία του χωριού μας έγραψε σχετικά, και τόνιζε μεταξύ άλλων γι΄ αυτό ειδικά το θέμα « Η συμβολή του στις ανάγκες ολόκληρου του νησιού στην περίοδο της χιτλερικής κατοχής ήταν τεράστια γιατί ο Γιάννης Φωτιάδης οργάνωσε με ένα αξιοθαύμαστο τρόπο τις γεωργικές καλλιέργειες, έτσι που η Άντισσα την εποχή εκείνη να γίνει ο σιτοβολώνας της Λέσβου. Εκεί εύρισκαν καταφύγιο οι πεινασμένοι του νησιού και πολλοί ήταν εκείνοι  που κατέφυγαν με τη ψυχή στο στόμα και βρήκαν τροφή, αγάπη και εστία.» Έτσι ήταν  τα πράγματα, με αποτέλεσμα το χωριό μας να πάρει τότε το προσωνύμιο «Καναδάς».

Μετά την απελευθέρωση στις πρώτες Εθνικές εκλογές του 1946, συμμετείχε με το ψηφοδέλτιο του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Γεωργίου Παπανδρέου και εξελέγη βουλευτής Λέσβου. Η τραγική κατάσταση της χώρας εκ του σε εξέλιξη αδελφοκτόνου εμφυλίου με την ασταμάτητη αιμορραγία και της οικονομίας της, είχε ως αποτέλεσμα να μηδενιστούν οι δημόσιες δαπάνες για έργα ειρήνης και ανάπτυξης σ’ όλη την επικράτεια. Έτσι και ο Γιάννης Φωτιάδης δεν είχε την δυνατότητα  να προσφέρει στο χωριό μας και στο νησί μας αυτά που  σκεπτόταν αλλά και θα ήθελε να προσφέρει. Στις εκλογές του 1950 ως υποψήφιος της ΕΠΕΚ του Νικ. Πλαστήρα δεν εξελέγη βουλευτής. Υπολήφθηκε 15 ψήφων του Μίμη Γαληνού, ο οποίος από το χωριό μας σταυροδοτήθηκε με 650 σταυρούς ενώ ο Φωτιάδης πήρε απ’ το χωριό του, την Ερεσό, λιγότερους από δέκα. Έκτοτε δεν ανεμείχθη πια ενεργά στην πολιτική.

Κατά την διάρκεια της βουλευτικής του θητείας  1946-1950 νυμφεύθηκε την Ευτυχία Γούναρη,  τμηματάρχη του Υπουργείου Παιδείας, η οποία  υπήρξε δίπλα του  αγκωνάρι ριζιμιό τα δύσκολα τελευταία είκοσι και χρόνια της ζωής του. Το 1951, ευτύχησαν να αποκτήσουν τον μοναχογιό τους τον Βασίλη.  

Από το 1950 ως το θάνατό του το 1969, παρ’ όλο ότι ήταν αποστασιοποιημένος από την πολιτική, ασχολείτο όμως ενεργά με τα πράγματα του χωριού μας, σε στενή συνεργασία με του αδελφούς Χατζηγεωργίου (άλλοτε πολιτικούς του αντιπάλους) ειδικότερα σε ότι αφορά το Γυμνάσιο του χωριού μας ή τον παπά Μιχάλη σε ότι αφορά την Περιβολή, που όνειρό του ήταν να  καταστήσει την παραδείσια αυτή λαγκαδιά όπως την χαρακτήριζε, κέντρο όπου θα ερχόντουσαν για αυτοσυγκέντρωση, γαλήνη, αλλά και δημιουργία, άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων.

Η μακρόχρονη, ασταμάτητη, επίπονη και  επί τέλους καρποφόρα προσπάθειά του από της θεσπίσεως Γυμνασίου στο χωριό μας το 1954 στέφθηκε με επιτυχία το 1969, λίγους μήνες πρiν αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο. Τον θυμούμαι όταν τον επισκέφθηκα λίγο προ του θανάτου του στην κλινική όπου νοσηλευόταν, με τι καμάρι και υπερηφάνεια  μου έδειχνε την απόφαση του Υπουργείου για το χτίσιμο του συγκροτήματός Γυμνασίου – Λυκείου μας, Αντίσσης. Τούτη η επιτυχία του, του απάλυνε τον πόνο από την μακρόχρονη αρρώστια του και του ατσάλωνε τη ψυχή να αντιμετωπίσει με παλικαριά το επερχόμενο μοιραίο. Το τελευταίο αυτό έργο του στη μεγάλη αλυσίδα των έργων του στην αγαπημένη του Άντισσα, το κύκνειο του άσμα  δεν έζησε να το δει πραγματούμενο και σε λειτουργία.

Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ το 1979 στο προαναφερθέν άρθρο του είχε γράψει για τον τιμώμενό μας, ότι ο Γιάννης Φωτιάδης, αυτός ο «φωτισμένος άνθρωπος» και «δυναμικός αγωνιστής θα μπορούσε να διακριθεί σε πανελλήνια κλίμακα αν οι δραστηριότητές του δεν περιοριζόταν στα στενά επαρχιακά πλαίσια.»

 Ο αείμνηστος Γιάννης Φωτιάδης, υπήρξε από την στόφα εκείνη των παλαιών πολιτικών που ενώ μπήκε στην πολιτική πλούσιος, έφυγε απ’ αυτήν πένης. Κατά πως κυριολεκτικά λέει ο θυμόσοφος λαός μας «πέθανε στη ψάθα», όπως ακριβώς το ίνδαλμά του και αρχηγός του, ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Σε ότι με αφορά, κλείνοντας την ομιλία μου αυτή, λέω ότι  αισθάνομαι ιδιαίτερη ικανοποίηση, πέραν των οποιωνδήποτε άλλων λόγων, γιατί τήρησα την υπόσχεσή μου προς νεκρό, να ολοκληρώσω κατά πως γίνεται σήμερα αυτό που ξεκίνησα το 2008 και που ο τότε Δήμος Ερεσού-Αντίσσης ομόφωνα εξέδωσε την σχετική απόφαση, το 2010.

 Την υπόσχεσή μου αυτή έδωσα στον αξέχαστο μαθητή μου και γιο του τιμωμένου μας Γιάννη Φωτιάδη, το Βασίλη, ο οποίος έφυγε απ’ τη ζωή το 2015 με την πικρία ότι οι δύο δήμαρχοι Λέσβου, Δ.Βουνάτσος και Σπ. Γαληνός, δεν τίμησαν την προαναφερθείσα ομόφωνη απόφαση του π. Δήμου Ερεσού – Αντίσσης, αλλά ούτε  και εισάκουσαν/ανταποκρίθηκαν στις δικές του σχετικές προσωπικές παρεμβάσεις/παρακλήσεις. Σε αντίθεση προς τους προαναφερθέντες Δημάρχους Λέσβου, ο  Δήμαρχός του νέου Δήμου μας του Δυτικής Λέσβου Ταξιάρχης Βέρρος την τίμησε, πράγμα που ασφαλώς και τιμά τον ίδιο όπως και όλο το Δ.Σ. του Δήμου μας που ομόφωνα ψήφισε υπέρ αυτής, και έτσι σήμερα βρισκόμαστε στην ευτυχή φάση της  υλοποίησής της.

Για τούτο δε, εμείς, όλοι οι Αντισσαίοι τους ευχαριστούμε.

Ας είναι αιώνια η μνήμη του Γιάννη Φωτιάδη και το κλέος και η δόξα του ας υπάρξει παράδειγμα προς μίμηση στους επιγενόμενους, ες αεί.

Σας ευχαριστώ.

 Δρ. Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D.)                                                      22.08.2021

 

(Κείμενό μου υποστηρικτικό της ομιλίας μου, κατά την εκδήλωση της ονοματοδοσίας της «οδού Γιάννη Φωτιάδη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: