σελ. 16 ΔHMOKPATHΣ Σαββατοκύριακο 1 Μαρτίου 2025
Αιολίας λόγος
Λαψάρνων … όλεθρος
Του Δρος Τάκη Χαραλ.
Ιορδάνη (Ph.D.)
Είναι στενάχωρο να κάνεις
μπιλιάντζο και να βρίσκεις έλλειμμα. Όσο πιο μεγάλο είναι αυτό, τόσο πιο πολύ σε
βαραίνει το αίσθημα της απώλειας. Τούτο, ασφαλώς, είναι άμεσα αντιληπτό στον
καθένα, στα των οικονομικών μας δραστηριοτήτων. Το ίδιο ακριβώς, κι ίσως πιο έντονα φαίνεται στα των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Έχω ασχοληθεί κι άλλες φορές με το έλλειμμα
που παρουσιάζεται διαχρονικά στον πληθυσμό του νησιού μας, ως και της
γενέτειράς μου, Άντισσας. Γενικά αναφέρεται, ότι τα τελευταία εβδομήντα χρόνια,
το νησί μας είχε έλλειμμα/μείωση πληθυσμού ~35%. Κατά τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Αρχή(ΕΛΣΤΑΤ),
το 1951 κάτοικοι 126.928, το 2021 μόνο 83.755!. Αν για την Λέσβο αυτό ήταν απώλεια,
για την Άντισσα ήταν τραγωδία. Κατά ΕΛΣΤΑΤ, το 1951 κάτοικοι 3.116 και το 2021 μόνο
823! Δηλ. μείωση 73,6%! Ατυχώς, υπάρχει
ακόμη χειρότερο. Αυτό, που συνέβη κατά την ίδια αυτή εβδομηκονταετία, στην
πατρώα γη της ράτσας μου, τα Λάψαρνα. Εκεί, ομιλούμε περί ολέθρου. Ο αξέχαστος
φίλος Χρυσόστομος Ι.Καραβασίλης, βέρος κι αυτός Λαψαρνιώτης, όταν στις
καλοκαιρινές μας διακοπές το 2006 είχαμε συζητήσει για την ατέλειωτη ερήμωση των Λαψάρνων, είχε την καλοσύνη να
μου στείλει ένα κατάλογο των φαμιλιών που υπήρχαν, εργάζονταν και γενικά ζούσαν ως αγρότες στα Λάψαρνα,
λίγο πριν, λίγο μετά τον Β! Παγκόσμιο πόλεμο, που εκείνος επί τούτου κατέγραψε.
Οι φαμίλιες και οι καθισιές τους (κούλες, ντάμια) ήταν 78, με πληθυσμό
353 άτομα. Σήμερα τούτος, μετράται στα
δάχτυλα των δύο χεριών. Δυστυχώς! Δηλαδή η απώλεια πληθυσμού εκεί, την εβδομηκονταετία αυτή, ξεπερνά το 95%! – Τότε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι βιοπορίζονταν
με την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία. Οι καλλιέργειες ήταν δημητριακά, ψυχανθή, καπνός και ελιές. Μ’
αυτές, η περιφέρεια των Λαψάρνων ήταν ιδιαίτερα παραγωγική και πλούσια. Όμως, για
τους περισσότερους κατοίκους της, η
οικονομική κατάσταση τους ήταν τραγική. Ο Χρυσόστομος στο γράμμα του αυτό, μου
έγραφε σχετικά: «Υπήρχε μεγάλη φτώχεια,
ζούσαν για τον επιούσιο. Το ημερομίσθιο το ανδρικό ήταν μία οκά λάδι και το
γυναικείο 3/4 της οκάς. Πολλά παιδιά των πολυμελών οικογενειών πήγαιναν
παραγιουδάκια. Μηνιαίοι μισθοί: 200-250 οκάδες σιτάρι, και μία γκιλότα (παντελόνι) κι ένα ζευγάρι παπούτσια ως επί το πλείστον
ξεπέτσωτα, το χρόνο». Ακόμη κι έτσι, τα πράγματα “παλεύονταν”. Έγιναν τελείως
τραγικά όμως, αφ’ ενός μεν όταν έπαψαν πια να καλλιεργούνται τα σιτηρά, λόγω
των σε ιδιαίτερες ανταγωνιστικές τιμές εισαγωγών τους απ’την Μακεδονία, αφ΄ετέρου δε έπαψε
η καπνοκαλλιέργεια. Αυτό, όταν χάθηκαν
οι μεγάλες αγορές των καπνών (Αγγλία, Γερμανία κ.άλ.) εκ του ότι η Τουρκία, τους προσέφερε της ιδίας ποικιλίας καπνά, μαζικά, σε
ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Τότε υπήρξε μεγάλη ανεργία και όλοι οι νέοι
αποζητούσαν διέξοδο. Αυτή ήταν, η φυγή τους γι’ άλλη γη, άλλα μέρη.
Περνώντας τα παιδικά και εφηβικά
μου χρόνια στα ηλιότροπα Λάψαρνα, είχα
ζήσει την τραγωδία, όσο αυτή εξελισσόταν. Το μεγάλο φευγιό. Το φευγιό κυρίως
για την Αυστραλία, αλλά και την Αθήνα. Υπήρχε μάνα που παραύγαζε στη στάση του
λεωφορείου στον Πέρα, την ίδια στιγμή δύο
παιδιά της, για το υπερπόντιο ταξίδι τους, που και δεν τα ξαναείδε πια ποτέ όσο
ζούσε. Η φυγή όλων αυτών, δεν ήταν
τυχαίο γεγονός. Αιτία; Μοναδικά, η έλλειψη
ζωτικού χώρου για την πλειονότητα, αν όχι για όλες τις φαμίλιες. Τα ~1.500
στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και τα ~5.000 στρέμματα βοσκοτόπων των Λαψάρνων δεν ήταν επαρκή για να ζήσει ο πληθυσμός αυτός
των 335 ατόμων, ανθρώπινα. Έτσι όταν άνοιξαν οι σκάλες,-όπως έλεγαν οι παλιοί-,
(Καναδάς, Γερμανία, Αυστραλία), μαζική ήταν
η φυγή, μεταξύ ’50 και ’70. Ύστερα από τόσα χρόνια, τα σημάδια της ερήμωσης
είναι εξόφθαλμα φανερά, όταν βλέπεις
ντάμια ακόμη και κούλες να έχουν μετατραπεί σε χαλάσματα και όγκους μπάζων.
Εκεί που άλλοτε άκουγες τραγούδια παλικαριών στο αλώνισμα, ή γέλια και χαχανητά
κοπελούδων στο μπελώνιασμα του καπνού, αθλογιές μεγάλων ή κλάματα μωρών, σήμερα
επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή. Η εικόνα αυτή είναι δραματική στα πάνω Λάψαρνα. Στα κάτω, προς το γιαλό, που χρησιμοποιούνται
ως παραθεριστικά καταλύματα, ευτυχώς αυτά ακόμα στέκουν. - Γράφω το παρόν για
Λαψαρνιώτες, καλούς φίλους του πατέρα μου που ήταν και δικοί μου. Αυτών, των 10-15
χρόνια μικρότερων του πατέρα μου και 10-15 μεγαλύτερων εμού. Ο τελευταίος απ’αυτούς
έφυγε για τα επέκεινα, προ εβδομάδων. Γι’αυτό,
καταθέτω αυτές τις γραμμές. Ήταν, ο
καλός φίλος Νίκος Α.Κατέχος. Με τον Νίκο υπήρχε μεταξύ μας αλληλοεκτίμηση. Τον
εκτιμούσα, γιατί ήταν ντόμπρος και τίμιος αγωνιστής της γης, που με τον μόχθο
του και τον πολύ ιδρώτα, υπήρξε ένας καλά αποκατεστημένος οικογενειάρχης που και κατάφερε να σπουδάσει
παιδιά, πράγμα για το οποίο, όπως μου ’λεγε, αισθανόταν ιδιαίτερα υπερήφανος. - Θα
αναφερθώ σε δύο ακόμη, που “έφυγαν ” κι αυτοί σχετικώς πρόσφατα. Τον
Αντώνη Λ.Καλέμη τον οποίο είχα επισκεφθεί στην καθισιά του, εκεί στον άμμο
κοντά στην Παναγιούδα, το τελευταίο καλοκαίρι, λίγο πριν την “φυγή” του. Εκεί σχεδόν ως να με αποχαιρετούσε,
μου αφηγήθηκε διάφορες κοινές ιστορίες με τον πατέρα μου. Ιδιαίτερα αναφέρθηκε
στο ότι στα πανηγύρια μας (Αγιά Τριάδα, Άγιος Λιας, Παναγιούδα Λαψαρνιώτισσα)
πάντα παράγγελναν στα όργανα και χόρευαν μαζί το «σα τα μάρμαρα της Πόλης…». Ακόμη μου είπε ότι μου “χρωστά”.
Για την παρέμβασή μου, στον τότε Γεν.Γραμματέα του αρμόδιου Υπουργείου, προ τριάντα
τόσα χρόνια, στον οποίο επιχειρηματολόγησα ότι ο Αντώνης ήταν ο ακρίτας φύλακας
της Βορειοδυτικής Λέσβου, μόνιμος βιγλάτορας της θάλασσας ως μέσα στο Μόλυβο
και πάνω στο Μπαμπά ως τον Ελλήσποντο,
πράγμα που έκανε να αποφευχθούν
περιπέτειες σχετικά με την
καθισιά του. Αναφέρομαι ακόμα, στον δραστήριο και καλό εκπρόσωπο των Λαψάρνων
ως εκλεγμένο μέλος στο Κοινοτικό μας Συμβούλιο, Ιγνάτη Σ. Δουρουδή, για τον οποίο έχω να πω
ότι πάντα ήταν πρόθυμος να με βοηθήσει στην όποια προσπάθειά μου για το κοινό
καλό. Αναφέρω εν προκειμένω, ότι είναι εκείνος που κατάφερε να μαζέψει, τις
σχετικές υπογραφές στις τυποποιημένες αιτήσεις
για τον αγροτικό εξηλεκτρισμό (που μου είχαν δοθεί απ’την αρμόδια διεύθυνση της
ΔΕΗ στην Αθήνα), στα τέλη του ’70. Είχε
πείσει τους 17 Λαψαρνιώτες που είχαν
πηγάδια και πότιζαν τα κτήματά τους με
πετρελαιοκίνητα μοτόρια, να τις υπογράψουν. Με την κατάθεση των αιτήσεων αυτών και την
συνεχή πίεσή μας, αρχές του ΄80 όταν Πρόεδρος της ΔΕΗ έγινε ο συνάδελφός μου
Δ.Παπαμαντέλος, καταφέραμε τα Λάψαρνα «να
δούνε φώς» όπως έγραφε τότε η «ΗΧΩ της Άντισσας». - Αυτή η γραφή μου, ας αποτελέσει
μνημόσυνο στους προαναφερθέντες καλούς μου
φίλους αλλά κι άλλους πολλούς Λαψαρνιώτες, (γονείς, συγγενείς, γείτονες κ.άλ.) που
δεν αναφέρθηκα και κυρίως τους μεταναστέψαντες στην Αυστραλία συνομηλίκους τους,
που δυστυχώς δεν κατάφεραν ποτέ να ξαναγυρίσουν. - Άμποτε και μπορούσε, ο ευλογημένος αυτός τόπος
να αποκτήσει κάποτε πάλι κατοίκους,
κυρίως νέους για να του ξαναδώσουν ζωή! Μήπως αυτό, θα μπορούσε να το καταφέρει
το φράγμα στα Κακολάγκαδα Λαψάρνων, που πρόσφατα ανακοίνωσε η Περιφέρεια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου