Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης * * * Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

ΕΥΤΙΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 2024 - Άρθρο μου στην Αιολίας λόγος/ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ : "Πρωτοχρονιά των παιδικών μου χρόνων".

 

Σαββατοκύριακο 30 Δεκεμβρίου 2023        ΔHMOKPATHΣ          σελ. 11

Αιολίας λόγος

Πρωτοχρονιά των παιδικών μου χρόνων.

Του Δρος Τάκη Χαραλ. Ιορδάνη (Ph.D.)

Το τελευταίο άρθρο μου της 20/12/2023, «Χριστούγεννα  των παιδικών μου χρόνων», στην γενέτειρά μου Άντισσα,  φυσικά, με μετέφερε συνειρμικά μια βδομάδα μετά, στην Πρωτοχρονιά. Η εβδομάδα αυτή ήταν άτυπη αργία για τους ξωχάρηδες που παύοντας τις γεωργικές τους δουλειές, μαζευόντουσαν στο χωριό για να περάσουν τις «άγιες μέρες», με τη φαμίλια τους. Οι μόνοι που παρέμεναν στις εξοχές ήταν οι τσομπάνηδες, που’μεναν κοντά στο κοπάδι τους, αφού πολλές προβατίνες ήταν ετοιμόγεννες. Στο χωριό, για τους επαγγελματίες της αγοράς, η περίοδος αυτή ήταν  ιδιαίτερα παραγωγική, αφού όλοι προετοιμαζόταν να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο.  Οι ραφτάδες έπρεπε να παραδώσουν τα  έτοιμα πια κουστούμια, κ.άλ. που τους είχαν παραγγείλει, οι τσαγκάρηδες τα καινούρια παπούτσια, οι χασάπηδες να ξεπουλήσουν τα κρέατα που περίσσεψαν απ΄τα Χριστούγεννα, οι δε μπακάληδες  και οι μανάβηδες να παρομηθέψουν μ’ότι το καλλίτερο για τη μεγάλη σκόλη,  την πελατεία τους. Οι κουρείς να περιποιηθούν τα κεφάλια των πελατών τους. Τέλος τα καφενεία ήταν φίσκα στο φόρτε τους, κι οι καφετζήδες δεν προλάβαιναν να σερβίρουν ρακιά, μεζέδες κι άλλα.

 Εμείς τα παιδιά, όλες  αυτές τις  μέρες με τα παιχνίδια, τις φωνές, τα γέλια μας αναστατώναμε τους μαχαλάδες, αλάνες  και  δρόμους. Ακόμα, έπρεπε να ετοιμάσουμε το ποδαρικό της πρωτοχρονιάς. Πηγαίνοντας στην εξοχή βρίσκαμε τη μαλλιαρή πέτρα (σιδερόπετρα με πρασινάδα βρύων πάνω της), το κλαδί ελιάς από μ’λολιά (αδραμυτιανή) κατά το δυνατό γεμάτο καρπούς.

Αποβραδίς της Πρωτοχρονιάς, η μητέρα πάλι είχε ατέλειωτες  φούριες. Να ζυμώσει για  να μη μας βρει ο καινούργιος χρόνος με παλιό ψωμί. Να ανάψει το φούρνο κι εκτός απ’τα ψωμιά, να ψήσει  και τη Βασιλόπιττα. Κατά το βραδάκι, να ετοιμάσει ακόμη, τους μεζέδες για τους «βασίληδες»(επισκέπτες) που θα ερχόντουσαν αύριο να  μας χαιρετίσουν,  κι ακόμα να ετοιμάσει το πιλάφι του ΑηΒασιλιού, όπως το λέγαμε. Βλέπεις γέρος που’ταν, θα έπρεπε το φαΐ του να είναι κάτι το μαλακό και ευκολοφάγωτο, να το φάει στα γρήγορα κι αφήνοντας μας τα δώρα του να φύγει, αφού μέχρι τα ξημερώματα, είχε να πάει σε τόσα τόσα άλλα παιδάκια σ’όλο τον Κόσμο. Το πιλάφι αυτό ήταν βρασμένο  στο ζουμί  μπόλικου κρέατος  απ’το μπισλιμέ μας. Τούτο, με το βραστό αυτό κρέας ήταν το τελευταίο  βραδινό της φαμίλιας στο χρόνο που’φευγε.  Το βράδυ, πριν πάω να κοιμηθώ πήγαινα  στο τζάκι για να βεβαιωθώ ότι το πιάτο, γεμάτο με πιλάφι ήταν εκεί, ώστε ο ΑηΒασίλης κατεβαίνοντας  απ’την καμινάδα να το έβρισκε αμέσως. Το πρωί πάλι, μόλις ξυπνούσα, πρώτη μου δουλειά ήταν να τρέξω στο τζάκι. Κι όταν διαπίστωνα ότι το πιάτο ήταν άδειο, ανείπωτη  χαρά γέμιζε την καρδιά μου, που  ο καλοκάγαθος γέροντας δεν μας  ξέχασε και φέτος. Έπρεπε να μεγαλώσω αρκετά, για να μάθω ότι ο πατέρας ήταν εκείνος  που έτρωγε το πιλάφι τ’ΑηΒασ’λειού, πρωί πρωί που σηκωνόταν  να κάνει το ποδαρικό. Τούτο άρχιζε,  σπάζοντας το ρόδι στο πάνω πλατύσκαλο μπαίνοντας στην καλή μας κάμαρη. «Σαν το ρόδι που’ναι γεμάτο καρπούς  έτσι να’ναι το σπίτι γεμάτο καλά», έλεγε καθώς χτυπούσε αυτό κάτω με δύναμη. «Έτσι που’ναι κατακόκκινες και ζωηρές  οι ρόγες του, έτσι να’ναι γεμάτο υγεία, ζωντάνια και χαρά το σπιτικό μας». Πιάνοντας τη μαλλιαρή πέτρα έλεγε «η τσέπη μας να είναι πάντα μαλλιασμένη(γεμάτη) μαλαματικά και ασήμια. Και όπως βαριά είναι η σιδερόπετρα  έτσι να είναι  ο οικογενειακός κορβανάς από λίρες». Συνέχιζε με το κλαδί της ελιάς που’χαν προστεθεί τούφες από μπαμπάκι (τάχα χιόνι), λέγοντας, «σα το μπαμπάκι αλαφρύ να είναι το σπιτικό μας  από υποχρεώσεις, χρέη και δάνεια». Ακόμη, πιάνοντας το κλαδί ελιάς ευχόταν «να κάνει ο Θεός την ερχόμενη χρονιά τα λιοχώραφα μας να μας δώσουν πολλά μόδια ελιές και να γεμίσουν οι σφίδες μας λάδια». Έκλεινε λέγοντας «κάνε εσύ Μεγαλοδύναμε  το  κλαδί αυτό της Ειρήνης να μεταφερθεί σ’όλο τον κόσμο, εξαφανίζοντας τον πόλεμο». Τέλος, δεν ξεχνώ που (όσο ακόμη δεν είχαν βάλλει βρύσες  στα σπίτια μας), η μητέρα πήγαινε ξημερώματα στην κοινόχρηστη βρύση, δυό σπίτια  πιο κάτω απ’το δικό μας για να φέρει το αμίλητο νερό. Τούτο το περιλάμβανε ο πατέρας στα άλλα του ποδαρικού και χύνοντας το στις  τέσσερις γωνιές του σπιτιού, έλεγε «σα που τρέχει το νερό να τρέχουν τα καλά μέσα στο σπίτι μας».

Ξημέρωνε η πρώτη της χρονιάς. Όλη η φαμίλια με τα πιο καλά μας ντυμένοι εκκλησιαζόμασταν  στην Αγιά Παρασκευή, της ενορίας μας.  Γυρίζοντας έπαιρνα το μαντήλι που ήταν πιασμένο στις τέσσερις γωνιές του, ως ένα μικρό δισάκι, για να αρχίσω να πηγαίνω στα σπίτια  συγγενών και φίλων λέγοντας το «Καλημέρα τσι τ’Αγιού Βασ’λειού, γεια σ’ χαράς, γειά σ’ Βασίλ(η), καλουσύν(η) μαλλουσύν(η), ούλου μάλαμα τσ’ασήμ(ι)».   Βέβαια σε απόλυτη προτεραιότητα έπρεπε να πάω  στο σπίτι  των νονών μου. Με περίμεναν οι καημένοι, πρώτα εμένα για  να τους  κάνω το ποδαρικό κι ύστερα άνοιγαν το σπίτι τους σ’άλλους «βασίληδες». Ήθελαν να με ανεβάσουν στην καλή τους κάμαρα, να τραγουδήσω το «πάει ο παλιός ο χρόνος…» και το «αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δενδρολιβανιά…» και αφού με γέμιζαν  ευχές, έβαζαν στο μαντήλι κάθε λογής καλούδια (καρύδια, καραμέλες,  κάστανα, κουραμπιέδες, μανταρίνια κ.άλ.) αλλά και στο χέρι ένα ολόκληρο εικοσάρικο. Μετά ακολουθούσαν τα κάλαντα  μου στα  σπίτια θείων,  συγγενών και φίλων. Απ’αυτούς πέραν απ’τα γλυκά, κεράσματα και κάθε λογής δωράκια  κάποιοι  μου έδιναν ακόμη κι ένα τάλιρο. Προτιμούσα πάντα να λέω τα κάλαντα μόνος μου παρ’όλο ότι κάποιες φορές πήγαινα παρέα με φίλους ή με εξαδέρφια. Πάντως αυτό που πρόσεχα ήταν να είμαι στο μεσημεριανό φαγητό για να μη καθυστερήσει το κόψιμο της Βασιλόπιττας. Όπως  ο πατέρας σταύρωνε την πίττα «του Χριστού, της Παναγιάς, του ΑηΒασιλειού και του σπιτιού», κατά πως έπρεπε τρεις φορές, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Εκεί ήταν η αγωνία μου, σε ποιόν θα έπεφτε το φλουρί. Όταν ο αδερφός μου ήταν μικρός, πάντα εγώ ήμουν ο τυχερός του φλουριού. Όταν κι αυτός πια  μεγάλωσε η τύχη μου μ’εγκατέλειψε και πήγε σε κείνον.  Μετά το μεσημεριανό, συνέχιζα τα κάλαντα στα σπίτια που δεν πρόλαβα στην πρωινή γύρα.   

Το απόγευμα, ως τα μεσάνυχτα, αφιερωνόταν  στη «χαιρετούρα» των μεγάλων. Όπως όλα τα σπίτια του χωριού γιόρταζαν κι ήταν ανοιχτά έτσι ήταν και το δικό μας. Ερχόντουσαν παρέες παρέες συγγενείς, φίλοι, γνωστοί αλλά και μη. Όλοι ήταν καλοδεχούμενοι. Η χαρά και το κέφι ήταν διάχυτο ολούθε. Η μητέρα, τους κερνούσε πρώτα γλυκό του κουταλιού. Ακολουθούσε το κέρασμα του πατέρα με ρακί και μεζέδες. Η μια παρέα διαδέχονταν την άλλη. Αργά πια, κοντά μεσάνυχτα πηγαίνοντας για ύπνο, θυμούμαι τη μητέρα κατάκοπη να σταυροκοπιέται στο εικονοστάσι και να ευχαριστεί που έκανε ο Θεός να είμαστε όλοι καλά κι εκείνη που την αξίωσε να κάνει ότι έπρεπε κι εφέτος για τον άντρα της και τα παιδιά της. «ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» ακουγόταν να λέει ο πατέρας και συμπλήρωνε την ευχή  «ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΜΑΣ ΧΡΟΝΟΣ». Έτσι έκλεινε, της Πρωτοχρονιάς η μεγάλη μας σκόλη.  



Δεν υπάρχουν σχόλια: