Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης * * * Καλώς ήλθατε στο blog μου * * * "Λαψαρνιώτης" * * * Τάκης Ιορδάνης

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Άρθρο μου στην Αιολίας λόγος/ΔHMOKPATHΣ . Επίκαιρο των ημερών : Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων.

 

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023                 ΔHMOKPATHΣ                    σελ. 15

Αιολίας λόγος

Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων.

Του Δρος Τάκη Χαραλ. Ιορδάνη (Ph.D.)

Οι θύμησες απ’τα παιδικά χρόνια είναι ανεξίτηλα τυπωμένες στο σκληρό δίσκο του εγκεφάλου σου και με τίποτα δεν γίνονται  delete (κατά τη «γλώσσα»  των εγγονιών μας). Ίσως επειδή, ο δίσκος είναι ακόμη παρθένος, η πρώτη εγγραφή σ’αυτόν, δεν παίρνει διαγραφή. Αυτές τις μέρες τις γιορταστικές, τώρα στα εβδομηνταοκτώ μου χρόνια, γυρίζω στα παιδικά μου χρόνια στη γενέτειρά μου, Άντισσα,  στις δεκαετίες ’50, ’60  και συνειρμικά σαν σε ταινία ξεδιπλώνονται μπροστά μου παραστάσεις, αναμνήσεις και συναισθήματα. Τότε που μικρό παιδί, τον χρόνο μου σπαταλούσα στις ατέλειωτες ώρες παιγνιδιού, στις αμέτρητες σκανδαλιές μας με τους φίλους, στις χωρίς φόβο  εξορμήσεις μας στα βουνά, λαγκάδια και  θάλασσα και γενικά στην ανέμελη παιδική μας ζωή. Βέβαια όλα αυτά με τη  φροντίδα, την προστασία και την αγάπη της οικογένειας, του πατέρα, της μάνας, των παππούδων και γιαγιάδων, των θείων κ.άλ. Τις μέρες που τα σχολειά έκλειναν στις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, εμείς τα παιδιά απολαμβάναμε μια  ατέλειωτη αλεγρία. Οι φωνές, τα γέλια μας, γέμιζαν σοκάκια,  δρόμους και  πλατείες. Ατυχώς άμεση ήταν η παρέμβαση του παιδονόμου, που μας έδιωχνε απ’την πλατεία με κάθε τρόπο (σήμερα ασφαλώς τέτοιοι τρόποι είναι ανάρμοστοι στη σύγχρονη παιδαγωγική), για να μη «μπλεκόμαστε στα ποδάρια των μεγάλων», όπως λέγανε. Τούτο γινόταν τις Κυριακές αλλά βέβαια πιο πολύ τις μεγάλες σκόλες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, κ.άλ.  

Όλη η προετοιμασία για την υποδοχή των Χριστουγέννων άρχιζε απ’τα Νικολοβάρβαρα και ήταν ατέλειωτη η φροντίδα όλων, μικρών,  μεγάλων, που κάτι σαν μελίσσι εργατικό, έτρεχαν   να ετοιμάσουν την υποδοχή της γέννησης του Θεανθρώπου κατά πως της άξιζε. Οι νοικοκυρές να καθαρίσουν και να στολίσουν τα σπίτια τους. Να απλώσουν τα  χράμια τα κεντητά  στην καλή κάμαρα και τα πιο απλά στις άλλες, να κρεμάσουν  τις λευκές κοφτές κουρτίνες, να βάλουν στους καναπέδες τις κεντημένες βελέντζες, να πλύνουν τα δίμιτα τραπεζομάντιλα και πετσέτες, να καλοσιδερώσουν τους τσεβρέδες, να γυαλίσουν τα μπακιρικά τα στην ταψοθέση απάνω, αλλά και το μαγκάλι, ώστε τη μεγάλη μέρα να αστράφτει,  ακόμη, να φρεσκάρουν με ασβέστη τις αυλές του σπιτιού τους, για να «μη μας βρούνε οι χρονιάρες μέρες βρώμικους κι απεριποίητους». Όσο πλησίαζαν οι μέρες της μεγάλης σκόλης, τις πρωινές ώρες η μυρουδιά των καμένων ασπαρτιών, αστοιβιών και κυρίως λιόκλαδων απ’τον ξυλόφουρνο του κάθε  σπιτιού, σκορπιζόταν διάχυτα σ’όλη την ατμόσφαιρα του χωριού. Κατά το μεσημεράκι, άλλες πιο γλυκές μυρουδιές ολούθε, απ’τα γλυκά που είχαν ψηθεί σ’αυτούς. Μπλατζέτες,  κουραμπιέδες, φοινίκια κ.άλ. Η μυρουδιά απ’τα φοινίκια, ήταν αψιά, λόγω της αμμωνίας της  συνταγής τους. Ακόμα,  η γιαγιά που είχε πιο πολύ χρόνο, αλλά ήταν και μαστόρισσα στο άνοιγμα του φύλλου, ετοίμαζε τα κλωστρά(δίπλες). Διάφανα, περιχυμένα  με μέλι και πασπαλισμένα από ψιλοκοπανισμένα με μαστιχόσκονη  αμύγδαλα, τα έφερνε στης κόρης της το σπίτι «για να μην έρθουμε δα, με άδεια χέρια», όπως δικαιολογούταν με κάποια δόση συστολής. Ήταν το πιο επίσημο απ’όλα τα γλυκά,  της εορταστικής αυτής μέρας.

Την προπαραμονή, ήταν η μέρα  που έπρεπε να «θυσιαστεί» ο μπισλιμές. Το αρνί, που για 8-9 μήνες θρεφόταν απ’το νοικοκύρη για να μεγαλώσει και να γίνει πολλές οκάδες ώστε με το κρέας του να καλύψει τις σχετικές ανάγκες της φαμίλιας, όλου του δωδεκαήμερου. Πόση αλήθεια χαρά είχα, να είμαι κοντά στον πατέρα μου, έτοιμος να του συνδράμω σ’οτιδήποτε χρειαζόταν, ώστε να πραγματοποιήσει κατά πως της έπρεπε τη «θυσία» του μπισλιμέ μας. Βέβαια, υπήρχε από μένα και υστερόβουλη σκέψη. Να μου δώσει του φούσκα του αρνιού, να την φουσκώνω για να κάνω να ζηλεύουν οι φίλοι μου που δεν είχαν μπισλιμέ.

Ακόμα τη μέρα αυτή, χορωδία μ’επικεφαλής της τον καλλικέλαδο δάσκαλο και ψάλτη μας, γύριζαν σ’όλο το χωριό και έψελναν το «καλήν εσπέραν άρχοντες κι είναι ο ορισμός σας…» ή το «Άγια νύχτα σε προσμένουν…». Στο κουτί που προηγούταν αυτής,  έριχναν οι νοικοκυρές το μεταλλίκι τους. Φυσικά, οι αρχόντισσες έριχναν χάρτινα νομίσματα, δεκάρικα, εικοσάρικα, ... Το ποσό που μαζευόταν, κάλυπτε   φιλανθρωπικούς σκοπούς. 

Και φθάνουμε αποβραδίς της μεγάλης γιορτής, που έπρεπε όλοι να λουστούμε να πλυθούμε ώστε το πρωί να είμαστε πεντακάθαροι για να πάμε στην εκκλησιά. Το βραδάκι, έβραζε από ώρα στην πυροστιά το νεροκάζανο. Η καημένη η  μάνα μου ξεκινούσε από εμένα, γιατί δεν ήμουν κι απ’τα ιδιαίτερα υπάκουα παιδιά. Για κείνη όταν τέλειωνε με μένα, ήξερε ότι οι άλλοι μετά δεν θα την ταλαιπωρούσαν. Για μένα πάλι τούτο ήταν μαρτύριο,  γιατί για να μη κουνιέμαι, η ταλαίπωρη μ’έσφιγγε μέσ’ στα μεριά της και σαπουνίζοντάς με, με την σπιτικιά μας σαπουνόπλακα, προσπαθούσε να με λούσει. Μάταια προσπαθούσα να μη ανοίξω τα μάτια. Αλλά αυτά τα ευλογημένα, γινόταν, κι άνοιγαν, κι απ’το σαπουνόνερο έτσουζαν. Κι εκεί άρχιζε το πανηγύρι, εγώ να κλαίω και να τσιρίζω και κείνη για να με τιθασεύσει, φωνάζοντας μου, να μου δίνει στο κεφάλι με την σαπουνόπλακα, χαϊδευτικά μεν, αλλά …   

Στις 5 το πρωί, με το χτύπημα της χαρμόσυνης καμπάνας των Χριστουγέννων, η μάνα ήθελε να σηκωθεί να ανάψει τις λάμπες να αρχίσει να φωνάζει να σηκωθούμε,  και μετά κατεβαίνοντας κάτω στη σάγια  να ανάψει το μαγκάλι, ώστε  όταν θα γυρίζαμε απ’την εκκλησιά να το ανεβάσουμε στην καλή κάμαρα, αφού εκεί θα τρώγαμε όλοι μαζί με τον παππού, τις γιαγιάδες μου, θείους και  ξαδέρφια. Στολισμένοι πηγαίναμε στην εκκλησιά. Με το που γυρίζαμε στο σπίτι για να ευχηθεί ο πατέρας “και του χρόνου”, ήθελε να πιεί ένα ποτηράκι κονιάκ παραγωγής του, απ’το αρακαριό μας, που συνοδευόταν μ’ένα φοινίκι. Όταν έγινα έφηφος, τότε πια μ’έκανε παρέα του και τσουγκρίζαμε ευχόμενοι,  τα ποτηράκια μας. Τη συνήθεια αυτή τηρώ ως σήμερα παρ’όλο ότι δεν έχω σπιτικό κονιάκ και αντί για φοινίκι τρώω μελομακάρονο. Την ίδια στιγμή, της μάνας οι φτέρνες  έπαιρναν φωτιά, αφού έπρεπε να ετοιμάσει το σελινάτο, να ζεστάνει το ψητό  που είχε ψήσει αποβραδίς στο φούρνο, να κόψει τις σαλάτες, να στρώσει το τραπέζι για να είναι όλα έτοιμα. Ο πατέρας το μόνο που του επέτρεπε να κάνει, ήταν να πάει στο κατώγι  να γεμίσει απ΄το πιθάρι τις δυό μεγάλες βίκες, τη  γυάλινη και την  πορσελάνινη με το γλυκόπιοτο κρασί μας, να βγάλει ένα κεφάλι λαδοτύρι απ’το μικρό τυροπίθαρο και ακόμα να φροντίσει το μαγκάλι.  Προς το μεσημέρι ερχόντουσαν οι δικοί μας και σε λίγο όλοι καθισμένοι στο τραπέζι, μέσ’τη θαλπωρή απ’το μαγκάλι, απολαμβάναμε το αχνιστό σελινάτο, το ψητό στο φούρνο, το τηγανιτό συκώτι,  τις σαλάτες εποχής, το λαδοτύρι, τις ρουπάδες. Το πιόσιμο  του γλυκού κρασιού, σε λίγο έφερνε ευθυμία και τότε άρχιζε το τραγούδι. Στην Χριστουγεννιάτικη αυτή ευωχία το ένα τραγούδι, οδηγούσε στο άλλο ως αργά το απόγευμα, όταν  πια έφευγαν οι μαζί μας συνεορτάζοντες, με αγκαλιάσματα, φιλιά και την ευχή «και του χρόνου σαν σήμερα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: